Σαν σήμερα έφυγε από κοντά μας ο άνθρωπος φως...
Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης, διανοούμενος και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, την λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925, και η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών με μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αρμένικης καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα μάθαινε βιολί και ακορντεόν. Όταν οι γονείς του χώρισαν το 1932, εγκαταστάθηκε με την μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, και λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδακις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος.
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ.
Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι σαν συνθέτης πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική, και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία “Αδούλωτοι Σκλάβοι”.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης, την διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι. Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, “Μαρσύας” (1950), “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” (1951), “Το Καταραμένο Φίδι” (1951) και “Ερημιά” (1958).
Την ίδια εποχή, η Μαρίκα Κοτοπούλη του αναθέτει τη σύνθεση της μουσικής για τις “Χοηφόρους” (1950) από την “Ορέστεια” του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα.
Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης.
Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα. Το 1961, του απονέμεται το βραβείο Oscar για το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά”, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» . Η βράβευση αυτή του δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του.
Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Maurice Béjart.
Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ου αιώνα στις Βρυξέλλες. Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του “Ποτέ την Κυριακή” με τον τίτλο “Illya Darling”. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών “Reflections” σε συνεργασία με το συγκρότημα “New York Rock and Roll Ensemble”, ενώ ηχογραφεί και “Το Χαμόγελο της Τζοκόντας”, στην – πασίγνωστη πλέον – συμφωνική του μορφή. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958), η “Ρυθμολογία” (έργο για πιάνο) και η “Αμοργός” (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.
Το 1972 επιστρέφει στην Αθήνα και ηχογραφεί τον “Μεγάλο Ερωτικό”.
Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στον χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά κορυφώνονται την περίοδο αυτή. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975-1977, ενώ την περίοδο 1975-1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα.
Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών στην ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -σίγουρα – την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Καθιέρωσε μουσικές γιορτές, έβγαλε το περιοδικό Τέταρτο και και 1985 δημιούργησε την
πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα, Σείριος. Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά, κατά την περίοδο αυτή, αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του: “Η εποχή της Μελισσάνθης”, “Τα παράλογα”, “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς”, η μουσική παράσταση “Πορνογραφία”, “Σκοτεινή μητέρα” και “Τα τραγούδια της αμαρτίας“.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.
Όταν πέθανε, ήταν σαν να μείναμε ορφανοί. Κοιταζόμασταν αμίλητοι, σαν να μην ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε.
Πηγή: https://www.nikosonline.gr