By Ana Zumani
Η 7χρονη βασίλισσα των Μαορί, η Αταράγκι*, είπε στον ποιητή που την λάτρευε: «O αδερφός μου ο Ταγκαρόα* κι εγώ κοιμόμαστε με μαχαίρι και πιστόλι με αληθινές σφαίρες κάτω από το μαξιλάρι. Όμως οι ληστές δεν θέλουν να έρθουν γιατί θα τους σφάξουμε. Οι δειλοί!»
Ο ποιητής πήρε την λατρεμένη του βασιλοπούλα στην αγκαλιά.
Επιτέλους ήρθε και ο ζωγράφος και οι κυρίες στο δωμάτιο αναμονής όρμηξαν πάνω του: «Τι βρίσκεις σ΄αυτήν την Αταράγκι και την ζωγραφίζεις συνεχώς μόνο για 400 πισλότια; Αφού δεν είναι τόσο αξιαγάπητη, φρόνιμη και υπάκουη σαν τα άλλα τα παιδάκια».
Και είπε ο ζωγράφος: «Α, αν είναι έτσι από σήμερα θα την ζωγραφίζω και δεν θα παίρνω μία, καταλάβατε; Ούτε μία! Και θα την ζωγραφίζω για μένα και για τον κόσμο. Θα την ζωγραφίσω πάνω σε χαμηλό σιδερένιο θρόνο. Και η βασίλισσά μου θα έχει πόδια γαζέλας και μαύρες μπούκλες. Και θα είναι περιτρiγυρισμένη από κρανία. Ναι, κρανία! Ένα κρανίο θα κρέμεται από χρυσή αλυσίδα στο λαιμό της και ένας νέος στη γωνιά θα πίνει δηλητήριο για χάρη της από ένα πράσινο κύπελο. Ο τίτλος θα είναι «Μικρή, μικροσκοπική βασίλισσα των Μαορί, αγριόγατα, νικήτρια. Σαν από χαμένους πια καιρούς, γεμάτους δύναμη, πείσμα, ομορφιά, μεγαλείο. Παρ’ όλα αυτά γεμάτη χάρη, να κλαις μερόνυχτα για μια μονάχα της κίνηση».
Έτσι μίλησε ο ζωγράφος και οι μάνες των καλοαναθρεμμένων, υπάκουων παιδιών χλώμιασαν και έφυγαν σχεδόν άρρωστες, σχεδόν στα τέσσερα από το εργαστήρι του.
Την επόμενη μέρα τον ρώτησαν: «Θα ζωγραφίσεις τα παιδιά μας για 3000 πισλότια;»
Και εκείνος απάντησε: «Όχι!»
Την τρίτη μέρα όμως είπε, «ναι».
Και ζωγράφισε τα παιδιά τους. Και όλες οι μάνες και οι θείες και οι ξαδέρφες και οι γιαγιάδες ήταν ευνθουσιασμένες.
«Ναι! Έτσι είναι το θησαυρουλάκι μας. Τόσο όμορφο, τόσο υπάκουο. Το αγαπημένο μας, χρυσό μας πλασματάκι. Όλη η τρυφερότητά του ρέει από τα μάτια του…»
Ναι, όντως. Ήταν όντως τρυφερά τα χαζά μοσχάρια των ηλιθίων αγελάδων, πολύ σωστά απεικονισμένα και διαιωνισμένα. Και κάθε μοσχάρι κόστιζε 3.000 πισλότια.
Όμως την Αταράγκι, την βασίλισσα των Μαορί, πάνω σε σφυρήλατο κοντό θρόνο με τις νεκροκεφαλές, την είχε ζωγραφίσει χωρίς να πάρει μία. Τζάμπα, όμως όχι τζάμπα και βερεσέ.
Και οι αγελάδες είπαν στην γιαγια της Αταράγκι: «Πολύ σας μοιάζει κυρία Χόνγκι!*»
Όμως η γιαγιά της Αταράγκι στεκόταν πολύ ώρα μπροστά στον πίνακα και δεν μιλούσε. Στεκόταν συχνά μπροστά στον πίνακα και τον κοιτούσε, τον κοιτούσε, τον κοιτούσε.
Και μια μέρα είπε στο ζωγράφο: «Δώσε μου την εικόνα. Δεν είναι τίποτα για σένα. Ειναι πολύ παλιά…θέλω να θυμάμαι…»
….
Ταγκαρόα* (θεός της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών)
Αταράγκι* (πρωϊνός ουρανός)
Χόνγκι* (χαιρετισμός: αγγίζουν οι μύτες για να νιώσεις την ανάσα της ζωής. Δεν συνιστάται τώρα με τον κορωνοϊό)