Δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας: η πρόταση του 2005 (Ιωάννης Θ. Μάζης, Καθηγητής Γεωπολιτικής Θεωρίας, ΕΚΠΑ)

ΤΟΥ ΙΩΆΝΝΗ ΜΆΖΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΉ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΎ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ΑΘΗΝΏΝ

Δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας: η πρόταση του 2005
(Ιωάννης Θ. Μάζης, Καθηγητής Γεωπολιτικής Θεωρίας, ΕΚΠΑ),

Στις έξαιρετικά κρίσιμες ημέρες που διανύει η χώρα μας και υπό την πίεση του δημοσίου λόγου συγκεκριμένων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητος, τα οποία ουδέποτε έπαυσαν να τονίζουν την αναγκαιότητα αποκτήσεως εθνικού θεσμού ορθολογικού στρατηγικού σχεδιασμού με προβλεπτικές δυνατότητες, αλλά και λόγω του έτους βουλευτικών εκλογών το οποίον διανύομε, το πολιτικό σύστημα μάλλον έκρινε ότι πρέπει να προβεί σε σχετικές εξαγγελίες περί της δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Από το 2005, με την μορφή Υπηρεσιακού Υπομνήματος προς τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου ως Προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου του… αλήστου μνήμης Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων/ΥΠΕΘΑ είχα προτείνει την δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας εις την χώρα μας. Το κείμενο δημοσιεύθηκε ανεπτυγμένο το 2006, υπό τον τίτλο: Γεωπολιτική Ανάλυση για ένα νέο Εθνικό Αμυντικό Δόγμα.
Εκεί έγραφα κάποια χρήσιμα πράγματα, τα οποία πιθανόν να τύχουν μελέτης, από όποιον πολιτικό φορέα ή θεσμό της χώρας, αποφασίσει να προβεί ή να συμβάλλει στην δημιουργία αυτού του άκρως αναγκαίου θεσμικού οργάνου. Τα παραθέτω διότι κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι παρήλθαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, διατηρούν ακέραια την επικαιρότητα και την προβλεπτικότητλα τους. Επίσης, απαλάσσουν πολλούς πολιτικούς ηγέτες από το να διαγκωνίζονται μεταξύ των, περί της «πρωτιάς» της ιδέας της δημιουργίας του εν λόγω θεσμικού οργάνου υψηλού στρατηγικού σχεδιασμού! Τα παραθέτω χωρίς καμμία διόρθωση ή παρέμβαση:

Προταση Δημιουργιας Συμβουλιου Εθνικης Ασφαλειας
1. Κριτική για την σύνθεση και τρόπο λειτουργίας του ΚΥΣΕΑ, και η ανάγκη δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.

α. Εισαγωγή
Η συνεχώς αυξανόμενη κινητικότητα στον γεωπολιτικό περίγυρο της Ελλάδος επιβάλλει μία αξιολόγηση του υφισταμένου μηχανισμού διαχείρισης και χειρισμού κρίσεων, με αναλυτική προοπτική τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεδομένου ότι ο μηχανισμός στο σύνολό του εδράζεται στο ΚΥΣΕΑ, η αξιολόγηση αυτή θα επικεντρωθεί στην παρούσα δομή του ΚΥΣΕΑ και τις αδυναμίες που αυτή παρουσιάζει.

β. Δομή του ΚΥΣΕΑ

Το ΚΥΣΕΑ συγκροτείται από 8 υπουργούς και 1 υφυπουργό ως τακτικά μέλη, και από 3 υπουργούς και τον ΑΓΕΕΘΑ όταν συζητούνται θέματα της αρμοδιότητός τους. Βασικές προϋποθέσεις για την ουσιαστική και αποτελεσματική λειτουργία του ΚΥΣΕΑ, είναι:

(i) τα μέλη του να γνωρίζουν επακριβώς την κατάσταση του συνόλου των δυνατοτήτων που έχουν άμεση επίδραση στην ασφάλεια – εν τη στενή και ευρεία εννοία- και τις ικανότητες αντιδράσεως της χώρας,

(ii) κάθε υπουργός να γνωρίζει σε τρέχουσα βάση το σύνολο των προβλημάτων και ικανοτήτων της χώρας, δηλαδή να έχει εκτεταμένη γνώση των πεδίων δράσεως και άλλων υπουργείων και κρατικών οργανισμών, και να έχει συνεκτιμήσει αυτές πριν εισέλθει στην αίθουσα όπου και θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις,

(iii) να εξασφαλίζεται ομαλή και διαρκής ροή πληροφοριών στην διάρκεια μιας κρίσεως, αν και οι κτιριακές εγκαταστάσεις των υπουργείων είναι γεωγραφικώς διαχωρισμένες, με αποστάσεις που φθάνουν και τα 500 χμ. προκειμένου για το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης,

(iv) να εξασφαλίζεται αδιάλειπτη συνεργασία σε περίπου διαρκή βάση των ανθρώπων αυτών στην διάρκεια μιας μείζονος κρίσεως, χωρίς να παραλύσουν τα υπουργεία τα οποία εποπτεύουν, και τα οποία σε ανάλογη περίπτωση πρέπει να λειτουργήσουν στο 200% των ικανοτήτων τους, άρα καθοδηγούμενα από τους φυσικούς τους προϊσταμένους.

Είναι προφανές ότι η κάλυψη των ανωτέρω λειτουργικών προϋποθέσεων, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση μπορεί να χαρακτηρισθεί. Επιπλέον, η Γραμματεία του ΚΥΣΕΑ περιορίζεται εκ του Νόμου σε στενογράφηση των πρακτικών των συνεδριάσεων, χωρίς να παρέχει ουσιαστική υποστήριξη στο έργο του ΚΥΣΕΑ εκτός συνεδριάσεων, ο δε δυϊσμός που υπάρχει μεταξύ Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, και αξιωματικού του ΥΠ.ΕΘ.Α. προκειμένου να αποφασισθούν στρατιωτικά θέματα (άρθρο 3), επιτείνει την δυσλειτουργία του συγκεκριμένου οργάνου.
Ακόμη, στο ΚΥΣΕΑ συμμετέχουν 3 άτομα που ανήκουν είτε στο γραφείο του Πρωθυπουργού, είτε αναφέρονται απ’ ευθείας σε αυτόν (προϊστάμενοι γραφείων Σχεδιασμού Στρατηγικής και Διπλωματικού, και ο Σύμβουλος για αμυντικά θέματα). Ο δυϊσμός Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, και ηγεσίας ΥΠΕΞ στην διάρκεια μιας κρίσεως μπορεί να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στο εσωτερικό της κυβερνήσεως, αλλά και αποστολή αντιφατικών σημάτων στο εξωτερικό της χώρας. Η ύπαρξη τριών ατόμων από το γραφείο του Πρωθυπουργού στο ΚΥΣΕΑ περιπλέκει και τη λειτουργία του οργάνου, αφού προφανώς ο ρόλος τους είναι να παρέχουν στον Πρωθυπουργό μνήμη γεγονότων και εκτιμήσεις, τις οποίες πιθανόν οι άλλοι συμμετέχοντες δεν έχουν, ή να συμβάλλουν με εκτιμήσεις της τελευταίας στιγμής με βάση στοιχεία που δεν έχουν φθάσει στους υπουργούς, ή τα οποία οι υπουργοί δεν έχουν συμπεριλάβει εκ των προτέρων στην εκ μέρους τους αξιολόγηση προ της συνεδριάσεως του ΚΥΣΕΑ.

γ. Έργο του ΚΥΣΕΑ

Το όλο κείμενο του Νόμου δεν ασχολείται καθόλου με τον μηχανισμό που θα επιτρέψει στο ΚΥΣΕΑ να εκτελέσει την αποστολή του. Η απουσία ενεργού θεσμικής μνήμης του οργάνου είναι διάχυτη, καθώς ενώ περιγράφονται τα καθήκοντα του οργάνου αυτού, δεν γίνεται καμία μνεία στο εύρος και την πολυπλοκότητα που είναι σύμφυτη με την αποστολή του, αφήνοντας ουσιαστικά την όποια λειτουργία σε περίοδο κρίσεως σε ad hoc διευθετήσεις (μηχανισμοί διαχειρίσεως κρίσεως).

Με άλλα λόγια, θεσμοθετείται ένα όργανο το οποίο χαρακτηρίζεται από έλλειψη υποστηρικτικών μηχανισμών με θεσμική υπόσταση και αδυνατεί να επεξεργαστεί εκ των προτέρων, κατά το χρόνο που προηγείται μιας κρίσεως, τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του. Το ΚΥΣΕΑ βρίσκεται, συνεπώς, προ τετελεσμένων τα οποία και καλείται να αντιμετωπίσει χωρίς να διασφαλίζεται η εκ των πραγμάτων απαραίτητη εσωτερική συνοχή, στο βαθμό που δεν είναι αυτονόητη η δυνατότητα σύνθεσης της πλήρους επιχειρησιακής εικόνας των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού κατά την περίοδο που αναφύεται η υπό διαχείριση κρίση. Προφανές είναι, τέλος, ότι ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για την αξιολόγηση και χρήση δυνάμεων και πόρων εκτός του κρατικού μηχανισμού, σε περίπτωση μείζονος κρίσης, διότι απλούστατα οι πόροι αυτοί δεν καταγράφονται και δεν αξιολογούνται συστηματικά στο πλαίσιο του σχεδιασμού της Εθνικής Ασφαλείας.

Το ΚΥΣΕΑ καλείται να αποφασίζει για μείζονα συστήματα στρατιωτικής τεχνολογίας χωρίς να έχει την προς τούτο υποστήριξη εξειδικευμένης οικονομικό-τεχνικής αναλύσεως, καθώς και της σύμφυτης διεθνο-πολιτικής και διεθνο-οικονομικής αναλύσεως, και χωρίς να υπάρχει τακτική σχετική ενημέρωση προς τα μέλη του. Προφανώς, το ΚΥΣΕΑ αρκείται στις αναλύσεις που παρέχει το ΥΠ.ΕΘ.Α., το οποίο όμως δεν διαθέτει πλήρη και εξειδικευμένη αναλυτική ικανότητα επί ζητημάτων διεθνούς πολιτικής και οικονομίας. Σε ό,τι αφορά στην εξειδικευμένη τεχνική ανάλυση, κατά το παρελθόν και κατ’ επανάληψη έχουν εντοπισθεί προβλήματα.

Το κείμενο του Νόμου για τη δομή και λειτουργία του ΚΥΣΕΑ χαρακτηρίζεται από σύγχυση μεταξύ των εννοιών αφ’ ενός της Εθνικής Ασφαλείας, η οποία διαλαμβάνεται στο κείμενο υπό αστυνομική θεώρηση, και αφ’ ετέρου της Εθνικής Άμυνας, η οποία διαλαμβάνεται υπό στρατιωτικό πρίσμα. Αφήνεται έτσι στην τύχη του ένα τεράστιο πλέγμα ικανοτήτων και δυνητικών όπλων για την χώρα. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι σε περίοδο κρίσεως ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας δεν μετέχει στο ΚΥΣΕΑ, αφού έχει δικαίωμα συμμετοχής μόνον για την επιλογή του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Προφανώς, ο νομοθέτης δεν αξιολογεί στον δέοντα βαθμό το γεγονός ότι το μείζον μέρος των εισαγωγών της Ελλάδος γίνεται δια θαλάσσης, ότι ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου, ότι η θάλασσα αποτελεί την κύρια οδό ανεφοδιασμού της χώρας σε περιόδους κρίσεων, και ότι η ναυτιλία αποτελεί ίσως την μόνη βαριά βιομηχανία της χώρας, και ίσως την πλέον σημαντική για το οικονομικό της ισοζύγιο. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν το ΚΥΣΕΑ λειτουργεί επί τη βάσει της ανωτέρω εννοιολογικής επικαλύψεως, είναι δύσκολο θα αναμένεται από αυτό συνεκτίμηση όλων των παραμέτρων που απαρτίζουν την εθνική ασφάλεια της χώρας (π.χ. παραγωγή, διανομή και εισαγωγή ενέργειας, θαλάσσιες οδοί ανεφοδιασμού, βασικά δίκτυα αστικής διαβιώσεως, κ.λπ.).

Επί τη βάσει των παραπάνω αδυναμιών καλείται να θέσει την χώρα σε κατάσταση μερικής ή ολικής κινητοποιήσεως των μέσων και πόρων της. Καλείται, δηλαδή, να ανεβάσει κατακόρυφα το κόστος λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, αγνοώντας ουσιώδη στοιχεία όχι μόνον για μια μείζονα κρίση, αλλά και το κατ’ εκτίμηση κόστος των δυνατών επιλογών.

Μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας του ΚΥΣΕΑ αναλώνεται επίσης με τις κρίσεις στα σώματα ασφαλείας, τη στιγμή που αυτές θα ήταν λογικό να αποφασίζονται από τον Πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, αφού οι λοιποί υπουργοί εξ αντικειμένου ελάχιστα μπορούν να γνωρίζουν για τα τυπικά (λόγω αγνοίας των εσωτερικών διαδικασιών αξιολόγησης σε κάθε σώμα), και ουσιαστικά προσόντα του κάθε υποψηφίου. Κατά το παρελθόν δε, οι κρίσεις αυτές υπήρξαν και πεδίο προσωπικών ανταγωνισμών υπουργών, άσχετων με τα υπουργεία και το υπό κρίση αντικείμενο.

δ. Λειτουργία ΚΥΣΕΑ ως πολεμικού συμβουλίου

«Σε πολεμική περίοδο το ΚΥΣΕΑ μετονομάζεται σε Πολεμικό Συμβούλιο». Επί τη βάσει της περιγραφής του Νόμου, και συνοψίζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν, η παρούσα σύνθεση του ΚΥΣΕΑ αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα πολεμικού συμβουλίου. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι, συνοπτικά, οι ακόλουθοι:

Το ΚΥΣΕΑ στερείται υποστηρικτικού μηχανισμού ο οποίος θα του παρείχε συνεχή ροή πληροφοριών αφορώσα στα θέματα που άπτονται της ασφάλειας εν τη ευρεία εννοία της χώρας. Κατά συνέπεια, το ΚΥΣΕΑ δεν διαθέτει θεσμική μνήμη που θα παρουσίαζε όχι μόνο το υπόβαθρο μιας κρίσεως, αλλά και αξιολογημένα σενάρια αντιμετωπίσεως των γεγονότων, συνοδευόμενα από το κόστος (οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό, κοινωνικό) της κάθε πιθανής επιλογής που θα προτεινόταν στην πολιτική ηγεσία της χώρας.
Η σύνθεση του ΚΥΣΕΑ ουδόλως διευκολύνει τον χειρισμό κρίσεων, δεδομένου ότι αφ’ ενός μια μείζων κρίση σε επίπεδο κρατικού συστήματος είναι πολυσύνθετη και απαιτεί συνδυασμό δεδομένων, αναλόγως της περιστάσεως από εξαιρετικά διαφορετικές κρατικές δραστηριότητες (π.χ. θαλάσσιες μεταφορές στο αιγαιϊκό αρχιπέλαγος, και κίνηση κεφαλαίων μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος), και αφ’ ετέρου πρέπει να αξιολογηθούν και να επικαιροποιηθούν τάχιστα και στο πλαίσιο ενός ενιαίου σχεδιασμού, μη συγκρίσιμες παράμετροι του προβλήματος (π.χ. η βούληση της ηγεσίας της χώρας και η διακύμανση της τιμής του πετρελαίου λόγω διεθνών κερδοσκοπικών κινήσεων, όπως συνέβη πρόσφατα διεθνώς με τις τιμές του αργού πετρελαίου). Κατά συνέπεια, η υφιστάμενη δομή του οργάνου απαιτεί από άτομα με ήδη βεβαρημένο πρόγραμμα εργασίας, να επιδοθούν σε εργώδη ανάλυση, η οποία για να είναι επιτυχής, όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί από την διεθνή εμπειρία, προϋποθέτει όχι μόνο προεργασία, αλλά και αφοσίωση στη διάρκεια της κρίσεως, κάτι αδύνατον για τους υπουργούς που θα πρέπει να επιβλέπουν εκ του σύνεγγυς τα υπουργεία τους.
Το προαναφερθέν πλαίσιο λειτουργίας του ΚΥΣΕΑ είναι ασύγχρονο με την ταχύτητα εξελίξεως των συγχρόνων κρίσεων και τους ρυθμούς που αυτές επιβάλουν. Η αντιμετώπιση πυρκαγιών και καιρικών φαινομένων στο πλαίσιο της πολιτικής προστασίας, είναι τελείως διαφορετική υπόθεση από την αντιμετώπιση μιας μεγάλης διεθνοπολιτικής κρίσεως, ιδίως δε ενός πολέμου. Η προεργασία που απαιτείται για αυτού του είδους τις μείζονες κρίσεις είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και πολύπλοκη, για να μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά με λίγες συνεδριάσεις, οι οποίες θα έχουν προετοιμασθεί –παράλληλα με άλλα καθήκοντα– από χωρικά διεσπαρμένους υπηρεσιακούς παράγοντες, με αντικειμενικά διαφορετικό βαθμό επίγνωσης των παραμέτρων της υπό διαχείριση κρίσης.

Η ad hoc δημιουργία Οργάνου Διαχειρίσεως Κρίσεων αποτελεί πρωτοτυπία τόσο σε επίπεδο ΝΑΤΟ, όσο και σε σύγκριση με τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, είναι χαρακτηριστικό του χαμηλού βαθμού προετοιμασίας της χώρας για σοβαρές κρίσεις. Εάν συνυπολογισθεί και η, αναμφίβολα κρατούσα σε πολλές δραστηριότητες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, λογική της «τελευταίας στιγμής» και του «έχει ο Θεός», εύλογο είναι το ερώτημα μήπως, εν τέλει, η έξωθεν τεχνητή δημιουργία κρίσεων αποτελεί μέσο πολιτικής επιβολής και εκβιασμού της Ελλάδας. Κατά τα φαινόμενα, και η Τουρκία, και οι ΗΠΑ, μάλλον μας αξιολογούν συστηματικά και υπ’ αυτό το πρίσμα.
Θα ήταν σαφής βελτίωση η διατύπωση ενός νέου Νόμου ο οποίος θα καθορίζει σαφέστερα και συστηματικότερα το πότε και το πώς συγκροτείται το πολεμικό συμβούλιο της χώρας. Βέλτιστη δε θα ήταν η διάκριση ανάμεσα σε στενό και ευρύτερο πολεμικό συμβούλιο, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται, εάν ποτέ χρειασθεί, τόσο η συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων, όσο και η αδιάλειπτη διοικητικά λειτουργία του κρατικού μηχανισμού στο σύνολό του. Επιπλέον δε, θα λειτουργούσε και ως ξεκάθαρη σηματοδότηση προς τους διεθνείς δρώντες σχετικά με τη σοβαρότητα της αντιμετωπίσεως μίας κρίσεως εκ μέρους της Ελλάδας. Αυτονόητο είναι, τέλος, ότι αυτός ο Νόμος θα πρέπει να διατυπωθεί σε συνέχεια της διατύπωσης του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, τουλάχιστον ως προς τους αδιαπραγμάτευτους στόχους της χώρας.

ε. ΚΥΣΕΑ και Δομή Εθνικής Ασφαλείας

Η απουσία μονίμου και θεσμοθετημένου Οργάνου Διαχειρίσεως Κρίσεων έχει ως φυσικό επακόλουθο την απουσία ή και ελλιπή προετοιμασία όλων εκείνων των εξειδικευμένων φυσικών υποδομών που απαιτούνται προκείμενου να παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο η εξέλιξη μιας κρίσεως. Η συνθετότητα και το μέγεθος μίας κρίσης επιδρά, σε ευθεία αναλογία, στο πλήθος των παραμέτρων που πρέπει να παρακολουθούνται συντονισμένα και αδιάκοπα κατά την εξέλιξη της κρίσης.

Ταυτόχρονα, απουσιάζουν και όλες εκείνες οι φυσικές υποδομές που επιτρέπουν τη συγκεντρωτική και λεπτομερειακή αξιολόγηση των απειλών για την ασφάλεια της χώρας, ούτως ώστε να διαμορφωθούν εγκαίρως οι κατάλληλες πολιτικές αποτροπής των κρίσεων. Με απλά λόγια, το ελληνικό κράτος δεν έχει κάνει τις αναγκαίες επενδύσεις σε φυσικές υποδομές προκειμένου να μειώσει τελικά το συνολικό κόστος μιας σειράς κρίσεων, που ούτως ή άλλως είναι μέρος της ζωής των κρατών. Άρα, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η ad hoc δημιουργία οργάνων διαχειρίσεως κρίσεων είναι σωστή, η έλλειψη και η αποσπασματική οργάνωση των μονίμων υποδομών έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται χρόνος προκειμένου να γίνουν οι ελάχιστες απαιτούμενες διασυνδέσεις μεταξύ των φυσικών υποδομών, οι οποίες εν τέλει λειτουργούν σε σαφώς χαμηλά επίπεδα αποδόσεως ακριβώς λόγω του πρόσκαιρου χαρακτήρα των.

Απορίας άξιο είναι πώς το ΚΥΣΕΑ θα διαμορφώσει την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας της χώρας, μη υπαρχόντων Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, αφ’ ενός, και συγκεντρωτικής αξιολογήσεως των δυνατοτήτων και τρωτών σημείων της χώρας, αφ’ ετέρου. Εν ολίγοις, απορίας άξιο είναι πώς μπορεί να διαμορφώνεται η αμυντική πολιτική, η οποία έπεται του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, και συνακολούθως η πολιτική εξοπλισμών και τεχνικής – οικονομικής αναπτύξεως της χώρας. Αλλά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι με κάποιο τρόπο τα οκτώ υπουργεία που αναφέρονται ως τακτικά μέλη του ΚΥΣΕΑ, είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν πλήρη την ποιοτική και ποσοτική εικόνα των διαφόρων συστημάτων και δυνατοτήτων που μπορούν να κινητοποιηθούν στη διάρκεια μιας κρίσεως, η εκτελεστική και συντονιστική ευθύνη παραμένει ζητούμενο.

Θεωρητικά, το πολεμικό συμβούλιο χαράσσει στρατηγική και διαμορφώνει αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο, μη υπεισερχόμενο στο ζήτημα του συντονισμού της χρησιμοποίησης και στον τρόπο, το χρόνο και την ένταση της χρήσης αυτών των δυνατοτήτων.

στ. Ανάγκη νέας θεσμικής οργάνωσης του ΚΥΣΕΑ

Εν κατακλείδι, απαιτείται όχι μόνο η αναθεώρηση του Νόμου που διέπει την σύνθεση και λειτουργία του ΚΥΣΕΑ, αλλά και η δημιουργία θεσμοθετημένων δομών οι οποίες θα προετοιμάσουν όλες τις δομές και θα εκπονήσουν τα σενάρια –πιθανά και λιγότερο πιθανά– τα οποία θα πρέπει να κινητοποιήσουν σε περίοδο κρίσεως οι συμμετέχοντες στο ΚΥΣΕΑ.

2. Ανάγκη δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην Ελλάδα. Προτάσεις και σκέψεις.

α. Γιατί χρειάζεται;

«Ας μην γελιόμαστε. Καλή κατασκοπία δεν σημαίνει αναγκαστικά και καλή πολιτική. Ούτε πάλι και η καλή πολιτική έχει ως αποτέλεσμα μια καλή υπηρεσία κατασκοπίας. Τα βήματα είναι μικρά, αργά και σταθερά. Τα πυροτεχνήματα δεν τα συναντά κανείς συχνά»: Richard Kerr, υποδιευθυντής της CIA, μιλώντας σε συγκέντρωση αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών στο Plovdiv της Βουλγαρίας, στις 18/5/2000.

Τα παραπάνω υπογραμμίζουν ένα σταθερό πρόβλημα στην χάραξη πολιτικής, το οποίο στην ουσία του έχει να κάνει αφενός με την σταθερότητα των δομών που χαράσσουν πολιτική σε θεσμικό (δηλαδή μόνιμο) επίπεδο, και αφετέρου την ύπαρξη ιστορικής μνήμης στο εσωτερικό των δομών αυτών, ικανής να οδηγήσει στην δημιουργία πολιτικών που αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων που αποτελούν το ιστό ασφαλείας μιας χώρας. Επιγραμματικά, ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας χρειάζεται για τους παρακάτω λόγους:

Την αδιάλειπτη λειτουργία των βασικών μηχανισμών εξωτερικής, αμυντικής και λοιπών πολιτικών που αποτελούν τον σκελετό της ασφάλειας μιας χώρας.
Την κατά συνέπεια εξασφάλιση της «ιστορικής μνήμης» των δομών που ενεργοποιούνται στο παραπάνω πλαίσιο, μέσω της δημιουργίας ενός πυρήνα ο οποίος δεν θα διασκορπίζεται με κάθε κυβερνητική μεταβολή, είτε αυτή αφορά εναλλαγή κομμάτων, είτε προσωπικοτήτων από το ίδιο κόμμα.
Ύπαρξη ενός θεσμού ο οποίος σε καταστάσεις κρίσεως ιδιαιτέρως σοβαρών θα έχει την ευθύνη συντονισμού των δραστηριοτήτων επί μέρους οργάνων, ούτως ώστε να αποκλείεται η πολυφωνία και η καθυστέρηση στην πρόταση επιλογών και παρουσίαση σημαντικών προβλημάτων προς το ανώτατο πολιτειακό και κυβερνητικό επίπεδο. Δηλαδή θα αποφευχθεί η ασυντόνιστη και αναξιολόγητη παρουσίαση προς τις ανώτατες κρατικές (κυβερνητικές και πολιτειακές) αρχές κάποιων επιλογών και προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την ροή των γεγονότων, όπως αυτά εντοπίζονται από τα εκάστοτε αρμόδια όργανα που δρούν με διαφορετικό χρονικό ορίζοντα το καθένα. Άλλη αντίληψη του χρόνου έχει κατά την διάρκεια μίας κρίσεως η ΔΕΗ παραδείγματος χάριν, και τελείως διαφορετική το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Ιδιαίτερα όταν οι αρχές αυτές στις συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλημάτων και κρίσεων χαρακτηρίζονται από στενότητα χρόνου αντιδράσεων και αποφάσεων και η ικανότητα τους για ψύχραιμη και αντικειμενικώς ορθή αντίδραση μειώνεται παρατεινομένης της κρίσεως, ο συντονισμός από ένα τρίτο όργανο αποκτά μεγάλη και ουσιώδη βαρύτητα.
Σε περιόδους φυσιολογικής διαχειρίσεως των κρατικών ζητημάτων, το Σ.Ε.Α. θα δύναται να συνθέτει το σύνολο των κρατικών ικανοτήτων με αντικείμενο την εκπόνηση σεναρίων για την αντιμετώπιση δυνητικών κρίσεων, υπολογίζοντας πιθανές παραλλαγές των σεναρίων, και παράγοντας μια «βιβλιοθήκη σεναρίων», τα οποία θα μπορούν ταχύτατα να επικαιροποιηθούν με την προσθήκη νέων στοιχείων κατά την περίοδο της εμφανίσεως της κρίσεως. Δηλαδή θα τροφοδοτείται με στοιχεία από όλες τις υπηρεσίες του κράτους που αποτελούν συστατικά μέρη του, με την ευρεία έννοια, ιστού ασφαλείας της χώρας, τα οποία θα αξιολογεί και χρησιμοποιεί για την εκπόνηση σεναρίων αλλά και την κατά το δυνατόν έγκαιρη διάγνωση δυνητικών απειλών.
Θα ενεργεί ως κέντρο εκπαιδεύσεως των ηγεσιών των κυρίων κρατικών οργανισμών που εμπλέκονται στην συνολική ασφάλεια του κράτους, παρέχοντας γνώσεις και σενάρια ασκήσεων προς αντιμετώπιση θεμελιωδών συστημικών κρίσεων (το κράτος νοείται ως σύστημα, το οποίο δέχεται την μεγαλύτερη συστημική αποσταθεροποίηση, όταν ένας αριθμός θεμελιωδών δομών του τίθενται σε δοκιμασία από εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες). Ουσιαστικά διδάσκει τις ηγεσίες να ενεργούν συνδυασμένα, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει μέσω αυτών των σεναρίων ασκήσεων να αντιληφθεί η κάθε ηγεσία τα συνολικότερα προβλήματα που υφίστανται στο επίπεδο ασφαλείας της χώρας κατά την διάρκεια μίας συστημικής κρίσεως.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας θα επιτρέπει την συνολική αξιολόγηση του μεγέθους και της βαρύτητος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το σύστημα –Κράτος, διότι τα σενάρια επιβάλλεται να διακρίνουν με ποσοτική και ποιοτική ακρίβεια και άνευ ιδεολογικών προκαταλήψεων τα προβλήματα που εντοπίζονται στις επί μέρους δομές του κράτους-συστήματος.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας θα είναι υπεύθυνο για την εκπόνηση του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας της χώρας, το οποίο και ενσωματώνει όλες τις εκτιμήσεις και προβλέψεις που αναδεικνύονται από τα εκπονούμενα από αυτό, όπως ανεφέρθη στα σημεία 4 και 5 ανωτέρω.

Το Συμβούλιο θα έχει συνεπώς ως κύρια αποστολή την στρατηγική αξιολόγηση των απειλών στην εθνική ασφάλεια, την εκπόνηση σεναρίων σχετικά με τις απειλές αυτές και τους τρόπους αντιμετωπίσεως των, την παροχή εκπαιδευτικών σεναρίων για τον ίδιο λόγο προς τις κύριες κρατικές δομές (υπουργεία, οργανισμοί, κ.λπ.), την ενημέρωση της ανωτάτης κυβερνητικής ηγεσίας αναφορικώς με αυτά τα θέματα σε μόνιμη βάση, καθώς και τον συντονισμό σε ανώτατο επίπεδο των κρατικών δομών σε καταστάσεις κρίσεως, ενεργώντας ως ενδιάμεσος σύμβουλος μεταξύ ΚΥΣΕΑ και λοιπής κρατικής γραφειοκρατίας.

β. Τι είναι εθνική ασφάλεια;

Ο κλασσικός ορισμός του όρου δίδεται από τον Buzan στο βιβλίο “People, States and Fear.” Ουσιαστικά ο όρος αφορά την προστασία, τουλάχιστον, της ισχύος του κράτους, μέσω της προστασίας και ενισχύσεως, όταν αυτό είναι δυνατόν, των διαστάσεων της ισχύος του: οικονομική, τεχνολογική, στρατιωτική, πολιτιστική, πολιτική, γεωγραφική, και ανθρώπινη. Από λειτουργική άποψη, όσο λιγότερες διαστάσεις ισχύος διαθέτει μια χώρα τόσο περισσότερο ευάλωτη καθίσταται σε σοβαρές μεταβολές του γεωστρατηγικού status quo, και τόσο περισσότερο αναγκάζεται να καταφεύγει στη σπάταλη των διαστάσεων ισχύος που διαθέτει, είτε λόγω της υπερβολικής χρήσεώς των, είτε αντανακλαστικά: οι δυνητικοί αντίπαλοι τελειοποιούν την τεχνική τους εστιάζοντας στην περιορισμένη γκάμα ικανοτήτων του αντιπάλου, με βάση τα διδάγματα της στρατηγικής θεωρίας. Κλασσικότατο παράδειγμα η Τουρκία, η οποία χρησιμοποιεί ως κύριο νόμισμα στις διεθνείς της σχέσεις τις ένοπλες δυνάμεις της, την γεωγραφική της θέση που έχει σημαντική απήχηση στις ναυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, ΗΒ) που διακρίνονται για την sine qua non ανάγκη χερσαίας αγκιστρώσεως της ισχύος τους, και την μάζα του πληθυσμού της σε συνδυασμό με το νεαρό του μέσου όρου ηλικίας του.

γ. Ποια είναι η θεσμική θέση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας;

Με βάση τα διεθνή δεδομένα (ΗΠΑ, Τουρκία, Κίνα, Ρωσία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως), το Συμβούλιο αναφέρει στον, και ελέγχεται από τον, ανώτατο πολιτειακό άρχοντα που ασκεί εκτελεστική εξουσία, ή από άλλο άτομο που είναι μέλος της εκτελεστικής εξουσίας και έχει εξουσιοδοτηθεί για τον σκοπό αυτό απευθείας από τον ανώτατο εκτελεστικό άρχοντα. Αυτό επιδιώκεται για απλούστατους λόγους. Αφενός αποτρέπεται η ανάπτυξη ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ του Συμβουλίου και άλλων κρατικών γραφειοκρατικών δομών, που θα είχαν ως αποτέλεσμα την μη έγκαιρη, και κατά το δυνατόν έγκυρη, επικοινωνία με την ανώτατη εκτελεστική εξουσία. Αφετέρου καθίσταται ευχερέστατο σε περιόδους κρίσεως το Ανώτατο Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΕΑ με διευρυμένη σύνθεση) να έχει άμεση ενημέρωση για το σύνολο των πτυχών που επηρεάζουν τους συντελεστές ισχύος της χώρας, και ως εκ τούτου δύναται να διαμορφώσει αποφάσεις που λαμβάνουν υπόψιν το σύνολο των παραμέτρων, χωρίς να χρειάζεται να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, αποφεύγεται και η πρόκληση συγχύσεως από συγκρουόμενες χρονικά και θεματικά αναφορές. Αυτό επιτυγχάνεται διότι η σύνθεση του Συμβουλίου επιτρέπει την συνεχή ροή και επεξεργασία πληροφοριών και δεδομένων, ήδη από τον καιρό της ομαλής διαχειρίσεως των κρατικών υποθέσεων. Επιπλέον η οργανική του εξάρτηση αποκλειστικά από τον Πρωθυπουργό επιτρέπει την αποφυγή εσωτερικών γραφειοκρατικών διαμαχών, που εύκολα θα περιόριζαν την ροή των απαραιτήτων πληροφοριών, οι οποίες είναι ουσιώδεις για την λειτουργία του συμβουλίου.

δ. Ποια είναι η σύνθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας;

Ενδεικτικά, και με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία τα αφορούντα ανάλογα όργανα διεθνώς, το βαθμό αποτελεσματικότητας αυτών των οργάνων, καθώς και τα προβλήματα που ανιχνεύθηκαν συνεπεία διάφορων κρίσεων στις παρελθούσες δεκαετίες, η ακόλουθη δομή κρίνεται ως ενδεικνυόμενη για τα ελληνικά δεδομένα.

Επικεφαλής τίθεται ο εκάστοτε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, που θα διορίζεται στην θέση από τον εκάστοτε πρωθυπουργό, με θητεία πέντε ετών, ούτως ώστε να καλύπτεται και η μεταβατική περίοδος τυχόν κυβερνητικής αλλαγής. Εναλλακτικώς, η θητεία του μπορεί να είναι τετραετής, καθόσον αποτελεί πολιτική επιλογή του εκάστοτε πρωθυπουργού. Ο εκάστοτε Σύμβουλος αποτελεί ex officio μέλος του ΚΥΣΕΑ, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ενώ μαζί με τον Α/ΓΕΕΘΑ, τον Διοικητή της ΕΥΠ, τον Αρχηγό της ΕΛΑΣ, τον Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, τον Αρχηγό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τον Διοικητή της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας, και τον Διευθυντή της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας αποτελούν το ανώτατο συντονιστικό όργανο χειρισμού κρίσεων σε υπηρεσιακό επίπεδο κατά την περίοδο της ειρήνης. Σε περιόδους πιθανού πολέμου διαφοροποιείται η δομή, αλλά αυτό ακολουθεί μια άλλη λογική, που υπαγορεύεται από το ισχύον Δόγμα Εθνικής Ασφαλείας της χώρας.

Ως Γραμματέας του Σ.Ε.Α. ορίζεται άτομο επιλεγμένο από τον πρωθυπουργό, με θητεία όχι μικρότερη των οκτώ ετών, η επικύρωση του οποίου θα γίνεται από την επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής. Πρόκειται για τεχνοκρατική θέση, με καθήκοντα παρόμοια με αυτά του Συμβούλου, και στόχο την συνέχεια στην κορυφή του Συμβουλίου εάν για κάποιον λόγο ο Σύμβουλος δεν ασκεί τα καθήκοντά του. Λόγω της τεχνοκρατικής φύσεως της θέσεως, είναι πρόσφορο το συγκεκριμένο αξίωμα να αποτελεί την «θεσμική» μνήμη του οργάνου στο ανώτατο επίπεδο.

Υπογραμμίζεται ότι για την απρόσκοπτη λειτουργία του Συμβουλίου, είναι απαραίτητο οι θητείες να ολοκληρώνονται ημερολογιακά, και όχι πολιτικά. Η δε ανανέωση τους να είναι δυνατή χωρίς χρονικό περιορισμό ως προς το πόσες θητείες μπορούν να εκπληρώσουν.

Το προσωπικό του Συμβουλίου χωρίζεται σε δυο κύριες κατηγορίες: γραμματειακή υποστήριξη, και εκτελεστικό – ερευνητικό προσωπικό. Η πρώτη κατηγορία είναι προφανούς ασχολίας. Δέκα με δεκαπέντε άτομα είναι αρκετά για το πλήρες φάσμα ενεργειών που περικλείει η υποστήριξη αυτή. Η δεύτερη αποτελείται από δυο συνιστώσες: δημοσίους υπαλλήλους, που έχουν αποσπασθεί στο Συμβούλιο για τις ειδικές τους γνώσεις και δρουν παραλλήλως και ως συνδετικοί κρίκοι με τους οργανισμούς από τους οποίους προέρχονται. Δηλαδή έχουν σταλεί από τους οργανισμούς οι Διοικητές των οποίων είναι και μέλη του Οργάνου Διαχειρίσεως Κρίσεων. Η άλλη συνιστώσα είναι εξειδικευμένοι ερευνητές, είτε αυτοί είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι με την στενή ή ευρεία έννοια, είτε όχι, και εργάζονται για το Συμβούλιο στην εκπόνηση σεναρίων, την στρατηγική αξιολόγηση απειλών σε ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας, καθώς και στην Διαχείριση Κρίσεων.

Στο εσωτερικό του Συμβουλίου θα δημιουργηθεί ένα Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων, το οποίο θα στελεχώνεται από ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους αποσπασμένους στο Συμβούλιο και τους πλέον έγκυρους και καταξιωμένους έλληνες ερευνητές Κρατικών ή/ και Ακαδημαϊκών Ερευνητικών Ινστιτούτων, ενώ θα προΐσταται ο Σύμβουλος, ο Γραμματέας και κατά περίπτωση θα συμμετέχουν οι επικεφαλείς ή υψηλόβαθμοι εντεταλμένοι των Οργανισμών και Υπηρεσιών που αναφέρονται στην τελευταία παράγραφο της τρίτης σελίδας του ανά χείρας εγγράφου. Ο ρόλος του συγκεκριμένου Κέντρου συνίσταται στην αξιολόγηση και τον συγκερασμό των πληροφοριών σε μόνιμη βάση. Πληροφοριών που θα παρέχονται από τα υπόλοιπα κέντρα χειρισμού κρίσεων (Υ.ΕΘ.Α., Δ. Τάξεως, Υπ. Οικονομίας, ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπ. Υγείας, Υπ. Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών, Υ.Ε.Ν., Υπ. Εσωτερικών, ΥΠ.ΕΞ), προκειμένου να παράγεται μια συνθετική εικόνα στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο καθώς και εναλλακτικές λύσεις που θα λαμβάνουν υπόψιν τους την γενική εικόνα της χώρας κατά την διάρκεια της κρίσεως.

Ανά πάσα στιγμή θα πρέπει να είναι γνωστό στο Κέντρο αυτό η κατάσταση των βασικών παραμέτρων λειτουργίας μιας σειράς ζωτικών για την λειτουργία της χώρας δικτύων: συγκοινωνίες, επικοινωνίες, παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, καύσιμα, υδρεύσεις και αποχετεύσεις σε μείζονες αστικές συγκεντρώσεις, νοσοκομεία, δίκτυα διανομής τροφίμων, δευτερεύοντα δίκτυα βασικής διαβιώσεως (τα οποία και θα πρέπει να δημιουργηθούν αφού αυτή την στιγμή δεν υπάρχουν στην χώρα), αποθέματα και αποθηκεύσεις στρατηγικών υλικών και αναλωσίμων, κλπ. Είναι προφανές ότι για να επιτευχθεί αυτή η ροή πληροφοριών, πολλώ δε μάλλον σε περίοδο μεγάλης συστημικής κρίσεως, απαιτείται άρτια τεχνολογική υποδομή, ανεξάρτητη από τις υφισταμένες δομές, ικανή να λειτουργήσει υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Δηλαδή χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα σύστημα C4I (διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, ψηφιακή υπολογιστική, και πληροφορίες) δεσμευμένο στις ανάγκες του Κέντρου Χειρισμού Κρίσεων, μέσω δεσμευμένων κυκλωμάτων, ανεξάρτητων από τα εμπορικά διαθέσιμα κυκλώματα τα οποία εκ της φύσεώς των είναι τα πρώτα που καταρρέουν σε περιόδους κρίσεων (π.χ. κατάρρευση τηλεπικοινωνιών στον σεισμό της Αθήνας λόγω μεγάλου φόρτου, και σχεδίαση κυκλωμάτων με εμπορικά κριτήρια που αποκλείουν την δυνατότητα εγκαταστάσεων που δεν αποσβέννυνται εμπορικά).

Ενδείκνυται, με βάση τα παραπάνω, η διάρκεια των αποσπάσεων και των συμβάσεων του προσωπικού που αποτελεί τον ερευνητικό – εκτελεστικό βραχίονα, να είναι τουλάχιστον πενταετής, και ίσως επταετής. Σε ιδανικές συνθήκες, το προσωπικό αυτό θα είχε έναν δεκαετή κύκλο, που εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την μέγιστη εξοικείωση με το σύστημα – χώρα, και την αποφυγή της κακώς εννοούμενης νοοτροπίας της «μονιμότητος». Επιπλέον θα ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί μία περίοδος δύο ετών, για την εκπαίδευση και πλήρη εξοικείωση των νέων στελεχών, ενώ θα ήταν πιο εύκολο να ενσωματωθεί και η περαιτέρω επιμόρφωση των στελεχών, δημιουργώντας ένα σύνολο εξειδικευμένων ατόμων, έτοιμων να επεκτείνουν γεωγραφικώς τις δραστηριότητες του Συμβουλίου εάν αυτό κριθεί απαραίτητο κατά την διάρκεια μίας κρίσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η δημιουργία επαρκούς ποσοτικώς και ποιοτικώς (όσον αφορά την γνώση των θεμάτων που μελετήθηκαν και την εξέλιξη τους) προσωπικού, το οποίο δύναται να αφοσιωθεί στην διαρκή αξιολόγηση και σύνθεση, και την επακόλουθη παραγωγή σεναρίων και σχεδίων.

Βασική αρχή για την λειτουργία του οργάνου, πρέπει να είναι ο περιορισμένος αριθμός των μονίμων στελεχών (δεκαετούς κύκλου) του Συμβουλίου, καθώς και η χρήση εξωτερικής τεχνογνωσίας όταν είναι απαραίτητο. Με βάση τα ελληνικά δεδομένα εκτιμάται ότι για την λειτουργία του Συμβουλίου με βέλτιστη απόδοση, χρειάζονται από πενήντα έως εβδομήντα άτομα ( Σύμβουλος, Γραμματέας, προσωπικό δεκαετούς κύκλου και γραμματειακή υποστήριξη), πλέον εξωτερικών συνεργατών για εξειδικευμένες μελέτες που ανακύπτουν κατά περίπτωση.

3. Δομή Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και Γενική Περιγραφή Τομέων

Το Σ.Ε.Α., λόγω της φύσεως της αποστολής του, απαιτεί αφ’ ενός εξειδικευμένη στελέχωση, η οποία δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κανόνες που διέπουν την πρόσληψη προσωπικού στο Δημόσιο, και ως εκ τούτου ο ιδρυτικός του Νόμος πρέπει να συνοδεύεται και από Νόμο που θα αφορά τον τρόπο προσλήψεως του προσωπικού του, καθώς και το εργασιακό καθεστώς αυτού. Αφ’ ετέρου, η διαβαθμισμένη κατά το μάλλον φύση των σχεδίων για την αντιμετώπιση μειζόνων κρίσεων που θα εκπονεί, απαιτεί την οργάνωση της εσωτερικής του δομής κατά τρόπο τέτοιο, που θα προστατεύει ταυτόχρονα την τελική πρόσβαση στα σχέδια αυτά, ενώ παράλληλα θα επιτρέπει την ροή πληροφοριών και ιδεών στο εσωτερικό του αναλυτικού και σχεδιαστικού τομέα, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή όσμωση ιδεών και ικανοτήτων.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, και με οδηγό την δραστηριότητα του ΣΕΑ όπως περιγράφηκε ανωτέρω, η ακόλουθη λεπτομερής δομή προτείνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ελληνική πραγματικότητα.

α. Επικεφαλής: Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας

Επιλέγεται από τον Πρωθυπουργό και αναφέρεται σε αυτόν, όντας ο σύμβουλός του σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια σε στρατηγικό επίπεδο. Συντονίζει το έργο του ΣΕΑ, δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού και αναλύσεως σε επίπεδο μακροχρόνιου σχεδιασμού, και εισηγείται στον πρωθυπουργό μεταβολές στην δομή και δραστηριότητα του ΣΕΑ.

β. Γραμματέας του ΣΕΑ

Εκτελεί χρέη υποδιευθυντή, και είναι μόνιμος στην θέση αυτή, ή τουλάχιστον έχει θητεία δεκαετίας, προκειμένου να υπάρχει ενεργός θεσμική μνήμη και συνέχεια στην κορυφή του οργάνου.

γ. Επικεφαλής αναλυτικού τομέα, του πρώτου πυλώνα του ΣΕΑ

Είναι υπεύθυνος για την λειτουργία του ενός εκ των δυο ζωτικών τομέων του ΣΕΑ και συντονιστής των επικεφαλής των θεματικών τομέων αναλύσεως.

δα. Επικεφαλής Θεματικών Τομέων Αναλύσεως

Προτείνεται η θέσπιση Θεματικών Τομέων Αναλύσεως, ορισμένων με υποτομείς, ως ακολούθως:
Γεωστρατηγική ανάλυση
Γεωοικονομική ανάλυση
Μακρο- και μικρο-οικονομική ανάλυση στην Ε.Ε.
Τεχνολογία, που διαχωρίζεται στους υποτομείς στρατιωτικής τεχνολογίας, τεχνολογίας διττής χρήσεως, πολιτικής τεχνολογίας στρατηγικού χαρακτήρα, τηλεπικοινωνίες.
Πολιτική ψυχολογία και ψυχολογία των μαζών, ψυχολογικές επιχειρήσεις, κοινωνιολογικές παράμετροι διεθνούς πολιτικής.
Διαστημικές εφαρμογές στην εθνική ασφάλεια.
Σύστημα πολιτικής προστασίας και βασικών κρατικών δομών εκτάκτων αναγκών.

Κάθε θεματικός αναλυτικός τομέας, χωρίζεται εσωτερικά σε θέματα και περιοχές ενδιαφέροντος, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Με βάση την θεωρία περί των επιπέδων αναλύσεως, όπως αυτή διατυπώνεται στην διεθνή βιβλιογραφία αλλά και αντλείται από την διεθνή εμπειρία, ο στρατηγικός σχεδιασμός γίνεται στο εσωτερικό του αναλυτικού τομέα, δεδομένου ότι, αφ’ ενός οι θεματικοί επικεφαλής μαζί με τον επικεφαλής του αναλυτικού τομέα έχουν την ευθύνη για τον στρατηγικό σχεδιασμό υπό την εποπτεία του Συμβούλου, αφ’ ετέρου εντός του αναλυτικού τομέα εργάζονται και μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι συνδράμουν με την γνώση τους των ειδικών κρατικών δομών και ικανοτήτων ακριβώς στην ουσιώδη συσχέτιση του σχεδιασμού και της ικανότητος εκτελέσεως αυτού. Ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι, σε όλα τα αντίστοιχα κέντρα διεθνώς, σύμφυτος με την ανάλυση: διαδραστικός και οργανικά εξαρτώμενος. Απόρροια του στρατηγικού σχεδιασμού, είναι –όπως έχει τονισθεί σε προηγούμενο σημείωμα- η εκπόνηση του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας, από το οποίο απορρέουν το Εθνικό Αμυντικό Δόγμα και ο εν γένει στρατηγικός σχεδιασμός του κράτους.

ε. Ο δεύτερος πυλώνας του ΣΕΑ είναι το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων
Το κέντρο αυτό είναι υπεύθυνο για την διαχείριση κρίσεων κατόπιν υποδείξεως του Πρωθυπουργού, καθώς συντονίζει όλες τις απαραίτητες κρατικές υπηρεσίες και ικανότητες. Το κέντρο έχει τριπλή αποστολή, μείζον μέρος της οποίας αφορά την προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού τόσο στο σύνολο, όσο και σε επί μέρους τομείς του. Συγκεκριμένα, το κέντρο εκ της συστάσεώς του έχει τις εξής δυο πάγιες αποστολές:

εκπόνηση σεναρίων κρίσεων, σε συνεργασία με τον αναλυτικό τομέα, και
διεξαγωγή ασκήσεων επί τη βάσει αυτών των σεναρίων, με τριπλό τελικό σκοπό.

Ο σκοπός αυτός συνίσταται, συνοπτικώς στα ακόλουθα:
Πρώτον, στην όσμωση των κρατικών υπηρεσιών μεταξύ των καθώς και με μέσα και οργανισμούς εκτός κρατικού τομέα, στην άσκηση συνεργασίας προκειμένου να διεκπεραιωθεί η διαχείριση μιας κρίσεως με οικονομία μέσων και δυνάμεων αφ’ ενός, και με τον ταχύτερο τρόπο αφ’ ετέρου.
Δεύτερον, στην κατάρτιση κανόνων, εγχειριδίων και σχεδίων, επί τη βάσει των αποτελεσμάτων των ασκήσεων, τα οποία και θα αποτελούν την βιβλιοθήκη χειρισμού κρίσεων του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού, σε αντικατάσταση σχεδίων όπως ο ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ. Με τον τρόπο αυτόν, αυτοματοποιείται στο μέτρο του δυνατού η λειτουργία του μηχανισμού διαχειρίσεως κρίσεων σε ευρεία κλίμακα, μέχρι και τα κατώτερα επίπεδα.
Τρίτον, στην άσκηση της πολιτικής ηγεσίας στο ανώτερο και ανώτατο επίπεδο στην διαχείριση κρίσεων του συστήματος- κράτος, επί τη βάσει πραγματικών δεδομένων, όπως αυτά προκύπτουν από τα αποτελέσματα των ασκήσεων και αναλύσεων. Ιδανικά, αυτή η πρακτική θα βοηθήσει την πολιτική ηγεσία, η οποία και πρέπει να λάβει τις κρίσιμες τελικές στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις, να κατανοήσει πληρέστερα το σύστημα- κράτος, από ολιστική άποψη.

Τρίτη αποστολή του κέντρου είναι η διαχείριση κρίσεων κατόπιν υποδείξεως του Πρωθυπουργού. Στην περίπτωση αυτή, το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων του ΣΕΑ καθίσταται ο γενικός συντονιστής του συνόλου των διαθέσιμων μέσων και φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το κέντρο στελεχώνεται από υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους των εμπλεκομένων υπουργείων και φορέων, καθώς και από την ηγεσία του αναλυτικού τομέα του ΣΕΑ και την ανωτάτη ηγεσία του ΣΕΑ. Στην περίπτωση αυτή εισηγείται στο ΚΥΣΕΑ λύσεις και στρατηγικές, και λαμβάνει εντολές από αυτό, τις οποίες στην συνέχεια αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει ασκώντας τον συντονιστικό του ρόλο. Σε περίπτωση πολέμου είναι αυτονόητο ότι η μεν διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων ασκείται από το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ) και τις άλλες δομές του ΥΠ.ΕΘ.Α., ενώ το ΣΕΑ, μέσω του Κέντρου Χειρισμού Κρίσεων συντονίζει το σύστημα-κράτος για την επίτευξη των πολιτικών, οικονομικών και διπλωματικών στόχων του πολέμου.

Πρέπει να τονισθεί ότι το ΣΕΑ στην περίπτωση χειρισμού κρίσεων δεν υποκαθιστά τα διάφορα υπουργεία και λοιπούς κρατικούς φορείς και οργανισμούς στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ο ρόλος του, εφ’ όσον ο Πρωθυπουργός δώσει την εντολή στον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας να ενεργοποιήσει το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων για την αντιμετώπιση μιας κρίσεως, είναι να συντονίσει – δίδοντας τις στρατηγικές κατευθύνσεις, οι οποίες θα έχουν εν τω μεταξύ εγκριθεί από το ΚΥΣΕΑ, και επιβλέποντας την υλοποίηση τους- το σύστημα- κράτος για την επίτευξη των πολιτικών και λοιπών στόχων όπως έχουν υποδειχθεί και οριοθετηθεί από το ΚΥΣΕΑ.

στ. Ο Τρίτος πυλώνας του ΣΕΑ είναι το Τμήμα Τηλεματικών Εφαρμογών και Πληροφορικών Συστημάτων. Η μονάδα διαμοιράζεται, κυρίως για λόγους αναλυτικής ευκρίνειας, σε δυο τμήματα, τα οποία εσωτερικά χωρίζονται σε υποκατηγορίες.

Τομέας Τηλεματικών Εφαρμογών, με κύριο αντικείμενο την δημιουργία και περαιτέρω εξέλιξη ενός εθνικού δικτύου ημι-αυτόματης ή αυτόματης λειτουργίας βασικών υποδομών, και την δημιουργία κεντρικών σημείων ελέγχου καταστάσεως και ενεργοποιήσεως των υποδομών αυτών. Στόχος είναι η δυνατότητα ελέγχου της καταστάσεως λειτουργίας σε πραγματικό ή σχεδόν πραγματικό χρόνο των δικτύων των υποδομών αυτών, και η επαναδικτύωσή τους σε σύντομο χρονικό διάστημα σε περίπτωση μειζόνων βλαβών.

Τομέας Πληροφοριακών Συστημάτων, με ευθύνη την δημιουργία της πληροφοριακής υποδομής που θα επιτρέψει τον επιτυχή χειρισμό κρίσεων, ακόμη και σε περιβάλλον εντόνου πληροφοριακού πολέμου (intense info-centric war). Στις αρμοδιότητες της συγκεκριμένης μονάδας υπόκειται τόσο η πληροφορική υποδομή του ΣΕΑ, όσο και η τηλεπικοινωνιακή δομή (που πλέον είναι άμεσα εξαρτημένη από την πληροφοριακή) του Εθνικού Συστήματος Τηλεπικοινωνιών Ανάγκης. Το τελευταίο είναι εκ των ουκ άνευ, και η σημερινή πραγματικότητα της χώρας είναι εντελώς απαράδεκτη στον τομέα αυτό, με βάση τα ελάχιστα κριτήρια επιβιωσιμότητος και διαμεταγωγής του απαραίτητου όγκου δεδομένων, ενώ το σύστημα παρουσιάζει πολλά και εύκολα αναγνωρίσιμα σημεία αυτοκατάρρευσης. Η συγκεκριμένη μονάδα είναι στο μέτρο αυτό υπεύθυνη για την σχεδίαση και τη δημιουργία, καθώς και για την εξέλιξη του εθνικού συστήματος C4I, θέτοντας τις απαράβατες παραμέτρους συμβατότητας και επιδόσεων για οποιοδήποτε άλλο κλαδικό σύστημα, το οποίο θα πρέπει να δίνει στο σύστημα C4I του ΣΕΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον χειρισμό κρίσεων, αλλά και την εκπόνηση σεναρίων κρίσεων και την διεξαγωγή ασκήσεων για τον σκοπό αυτό.

ζ. Ο Τέταρτος πυλώνας του ΣΕΑ είναι η Γραμματειακή Δομή του, η οποία έχει την βασική αποστολή να υποστηρίξει το σύνολο των αναγκών που δημιουργεί η συνεχής ροή δεδομένων και αναλύσεων, και η επακόλουθη εκπόνηση σεναρίων και εκτιμήσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας, το ΣΕΑ αποτελείται από τέσσερις πυλώνες: Αναλυτικός, Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων, Τηλεματικές Εφαρμογές και Πληροφοριακά Συστήματα, Γραμματεία. Η δομή αυτή επιτρέπει τόσο την αξιολόγηση και ανάλυση πληροφοριών, όσο την εκπόνηση σεναρίων και την διαχείριση κρίσεων. Σκοπός του ΣΕΑ είναι να υποστηρίζει το ΚΥΣΕΑ και τον Πρωθυπουργό τόσο στην αξιολόγηση απειλών στο ευρύ φάσμα της σύγχρονης ασφάλειας των κρατών, όσο και σε εξειδικευμένα σενάρια και κρίσεις. Δεν υποκαθιστά, αλλά συντονίζει και ελέγχει για την σωστή εφαρμογή των κατευθύνσεων, κατά την διάρκεια των κρίσεων που διαχειρίζεται, το σύνολο των κρατικών φορέων και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται, καθώς και άλλους μη κρατικούς πόρους που χρησιμοποιούνται είτε βάση σχεδίων, είτε κατά περίσταση. Δρα κατόπιν εντολής του ΚΥΣΕΑ και / ή του Πρωθυπουργού.

3.1. Συνοπτική αναφορά παραγόντων που επηρεάζουν την διαμόρφωση της δομής του ΣΕΑ στην Ελλάδα

α) Έλλειψη επαρκών οικονομικών και τεχνικών μέσων, για την συνολική διαχείριση κρίσεων με το σημερινό σύστημα.
β) Έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, με εργασιακή εμπειρία σε ανάλογη δομή, ακόμη και στο εξωτερικό.
γ) Κρατική δομή με σοβαρές δομικές αδυναμίες, στα οριζόντια και κάθετα επίπεδα διοικήσεως.
δ) Ρευστό εγγύς γεωπολιτικό περιβάλλον, που συνδυάζεται με έλλειψη επαρκών αποσβεστήρων κρίσεων πέριξ των συνόρων της χώρας. Δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε δυσανάλογα υπέρτερη δύναμη που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποσβεσθεί ένα στρατηγικό σοκ.
ε) Σοβαρότατη οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις συναλλαγές σε ενεργειακό και εξαγωγικό / εισαγωγικό επίπεδο, από υποχρεωτικές διαβάσεις και οδούς που βρίσκονται σε πολιτικά ρευστές περιοχές.
στ) Μικρό μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και των ποιοτικών και ποσοτικών συντελεστών ισχύος των, σε σχέση με την περιοχή που βρίσκεται στα άμεσα ζωτικά συμφέροντα της χώρας οικονομικά και πολιτικά.
ζ) Αλυτρωτικές επιδιώξεις όμορων της Ελλάδας χωρών, εις βάρος της χώρας.
η) Επιεικώς κρινόμενη επαμφοτερίζουσα πολιτική εκ μέρους μεγάλων χωρών τόσον της ΕΕ, όσον και διεθνώς, ως προς το σημείο (ζ) άνω, με ταυτόχρονη προώθηση γεωστρατηγικών επιδιώξεων εκ μέρους των βασιζόμενων στην realpolitik και των όσων αυτή συνεπάγεται για τους κοντόθορους και τους αμαθείς.
θ) Ύπαρξη μεγάλων, μη κρατικών, δυνατοτήτων που αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος για την χώρα.
ι) Γεωμορφολογία της χώρας που, σε συνδυασμό με τον κοινωνικό της μετασχηματισμό τα τελευταία τριάντα χρόνια, την έχουν καταστήσει ευάλωτη σε μια πλειάδα ασύμμετρων απειλών. Αυτή η τρωτότητα επιτείνεται από την αλλαγή κοινωνικών αξιών, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί σε μελέτες διαφόρων πανεπιστημιακών ομάδων και κέντρων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
κ) Ο μετασχηματισμός των μειζόνων συμμαχιών και συνασπισμών στους οποίους μετέχει η χώρα κατά τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι διαφαινόμενες κατευθύνσεις που θα ακολουθηθούν από αυτούς στο προβλεπόμενο μέλλον, έχουν διαμορφώσει σε σημαντικό ποσοστό την προτεινόμενη δομή του ΣΕΑ.
3.2. Διάγραμμα της προτεινόμενης δομής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας

4. Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας: Εσωτερική Διάρθρωση Πυλώνων και Αρμοδιότητες / Συνέργειες

Έχοντας ως δεδομένη την γενική περιγραφή της δομής του ΣΕΑ όπως έχει ήδη δοθεί, η παρούσα ενότητα επικεντρώνεται σε τρεις στόχους:

επεξήγηση της εσωτερικής διαρθρώσεως των πυλώνων όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο,
περιγραφή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό του κάθε πυλώνα, και
ανάδειξη των συνεργειών εσωτερικά και μεταξύ των πυλώνων.

Βασική αρχή λειτουργίας του Σ.Ε.Α. είναι ότι αποτελεί πρωτίστως ένα αναλυτικό και συμβουλευτικό του ΚΥΣΕΑ όργανο, αντλώντας την εκτελεστική του αρμοδιότητα (Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων) όταν αυτή απαιτείται, από το ΚΥΣΕΑ και ειδικότερα από τον Πρωθυπουργό.

Για προφανείς λόγους, ο τέταρτος πυλώνας (Γραμματειακή Υποστήριξη) δεν θα αναλυθεί περαιτέρω. Απλά αναφέρεται ότι η τελική διάρθρωσή του καθορίζεται από την τελική μορφή και λειτουργία του υπολοίπου οργάνου. Εάν, παραδείγματος χάριν, το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων παραγάγει τα αναγκαία σενάρια χειρισμού κρίσεων και προβεί στις αναγκαίες εκπαιδευτικές ασκήσεις για κομβικούς κρατικούς οργανισμούς και φορείς, τότε ο γραμματειακός φόρτος θα είναι σημαντικά αυξημένος.

Ο πρώτος πυλώνας αποτελεί τον νου του Σ.Ε.Α. Αποστολή του είναι η αδιάκοπη παρακολούθηση και η ανάλυση δεδομένων σε συγκεκριμένους τομείς ενδιαφέροντος, καθώς και η έγκαιρη και έγκυρη παροχή επεξεργασμένων δεδομένων τόσο στην ανώτατη ηγεσία του κράτους, όσο και στο Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων. Πιο συγκεκριμένα, κάθε θεματικός τομέας μπορεί να διαρθρωθεί σε υποτομείς ως ακολούθως.

α. Γεωστρατηγική ανάλυση:
Ευρωπαϊκή Ένωση, Λεκάνη της Μεσογείου, Εγγύς Ανατολή
Περιοχή Ειρηνικού
Ομάδα των τεσσάρων (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, ΗΠΑ)
Αφρική και Λατινική Αμερική

β. Γεω-οικονομική ανάλυση:
Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα
Διεθνείς Εμπορικοί Συνασπισμοί και Εμπορικές σχέσεις
Ενεργειακές Ροές και Οικονομία της Ενέργειας
Αναπτυσσόμενες Χώρες
Οικονομία των Φυσικών Πόρων

γ. Μακρο- και μικρο-οικονομική ανάλυση της Ε.Ε.: πρόκειται για την έγκαιρη διάγνωση οικονομικών τάσεων και πολιτικών στο εσωτερικό της Ε.Ε., κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο όπως απεδείχθη από την πολιτική διεργασία που αφορά το περιβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας.

δ. Τεχνολογία:
Στρατιωτική Τεχνολογία και Έρευνα
Τεχνολογία Διττής Χρήσεως
Στρατηγική Πολιτική Τεχνολογία (π.χ. ενέργεια, μεταφορές κ.λπ.)
Τηλεπικοινωνίες (σε συνεργασία με τον 3ο πυλώνα, λόγω των πληροφοριακών συστημάτων στις τηλεπικοινωνίες)

ε. Πολιτική Ψυχολογία και Κοινωνιολογία των Μαζών:
Πολιτική Ψυχολογία (σε επίπεδο ομάδων/συγκεκριμένων πεπερασμένων συνόλων)
Ψυχολογικές Επιχειρήσεις
Ανάλυση Προσωπικοτήτων (ψυχογραφήματα)
Ψυχολογία των Μαζών και Μαζικά Πολιτικά Φαινόμενα

στ. Διαστημικές Εφαρμογές στην Εθνική Ασφάλεια:
Στρατιωτικά δορυφορικά συστήματα
Πολιτικά δορυφορικά συστήματα
Διεθνείς Συνεργασίες και Εθνικό Διαστημικό Δόγμα
Κέντρο Αναλύσεως Δορυφορικών Δεδομένων

ζ. Βασικές Κρατικές Υποδομές και Ζωτικά Δίκτυα:
Βασικές Κρατικές Υποδομές (το σύνολο των υπηρεσιών και οργανισμών που απαιτούνται για την λειτουργία του κρατικού συστήματος σε περίοδο μεγάλης και παρατεταμένης κρίσεως, με έμφαση στην ελαχιστοποίηση των σημείων αυτοκατάρρευσης των υποδομών αυτών)
Ζωτικά Δίκτυα (δίκτυα τα οποία επιτρέπουν την συνεκτική λειτουργία του συνόλου της χώρας, και χωρίς τα οποία η χώρα θα διασπάτο σε ένα μη συνεκτικό και ανεξέλεγκτο σύνολο περιοχών και λειτουργιών). Προφανώς, η συνεργασία με τον τέταρτο τομέα του πρώτου πυλώνα είναι αναγκαία και δεδομένη.

Ο δεύτερος πυλώνας είναι το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το κέντρο έχει διπλή αποστολή: αφενός εκπονεί σενάρια και αξιολογεί την αντίδραση των εμπλεκομένων φορέων, αφετέρου χειρίζεται κρίσεις κατόπιν εντολής του Πρωθυπουργού, ενημερώνοντας σε διαρκή βάση το ΚΥΣΕΑ.

Η λειτουργία του τομέα, όπως έχει ήδη αναλυθεί σε προγενέστερο σημείωμα, διαχωρίζεται λειτουργικά σε δυο συνθέσεις: περίοδος ειρήνης, και περίοδος πολέμου. Τούτο είναι αναγκαίο, όχι μόνον για την εύρυθμη λειτουργία του συγκεκριμένου οργάνου, αλλά επίσης για την εκπομπή προς τρίτους παρατηρητές χρησίμων και μη-συγκεχυμένων μηνυμάτων σχετικά με την θέληση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, και την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μια κρίση.

Σε περίοδο ειρήνης, το Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων έχει δύο αποστολές. Η πρώτη συνίσταται στην εκπόνηση σεναρίων κρίσεων σε όλο το φάσμα της διαβαθμίσεως της εντάσεως μιας κρίσεως (από την διάσωση ενός ατόμου, έως την κατάρρευση βασικών υποδομών και δικτύων συνεπεία καταστροφών, είτε αυτές είναι φυσικές είτε ανθρωπογενείς. Συνεπώς, η δεύτερη αποστολή είναι να αναλάβει να εκπαιδεύσει τις ηγεσίες κρατικών οργανισμών και υπηρεσιών στην συνεργασία για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί μια κρίση, καθώς και στην αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων, μέσω της δημιουργίας προσομοιωμένου περιβάλλοντος κρίσεως (σε ψηφιακή και πραγματική μορφή). Τονίζεται ότι, στην περίπτωση αυτή, το Κέντρο δεν υποκαθιστά τις επί μέρους δομές που εκτελούν τις αποστολές για την επίλυση μίας κρίσεως. Αντιθέτως, παρατηρεί και καταγράφει αδυναμίες, δυσλειτουργίες, ελλείψεις και στρεβλώσεις, τόσο στα σχέδια όσο και στις δομές, ενίοτε δημιουργώντας το ίδιο, στη διάρκεια μιας προσομοίωσης, προβλήματα διαφόρων ειδών και επιπέδων δυσκολίας. Μέρος της αποστολής του είναι στην περίπτωση αυτή να παίξει τον ρόλο του «κακού», ούτως ώστε να εμφανισθούν τα προβλήματα προτού ξεσπάσει μια αληθινή κρίση.

Αυτές οι δυο «ειρηνικές» αποστολές, αποτελούν την καθημερινότητα του Κ.Χ.Κ. και ταυτόχρονα την προετοιμασία του για την πολεμική περίοδο. Ο συνδετικός κρίκος με την «πολεμική» περίοδο αποτελείται από την βιβλιοθήκη σεναρίων που έχει εκπονήσει και συνεχίζει να εκπονεί, και τα οποία μπορούν να επικαιροποιηθούν γρήγορα με νέα δεδομένα την παραμονή μιας κρίσεως. Επειδή κάθε κρίση ενέχει αστάθμητους παράγοντες, είναι αναγκαίο το κάθε σενάριο να υπάρχει σε αρκετές παραλλαγές (ποιοτικές και ποσοτικές), ενώ και η εκπαίδευση των ηγεσιών γίνεται πιο πραγματική.
Δύο παρατηρήσεις είναι αναγκαίες. Η πρώτη αφορά στην εκπόνηση των σεναρίων. Για να μελετηθούν σενάρια χρήσιμα σε πραγματικές συνθήκες κρίσεως, απαιτείται η συνεργασία όχι μόνον των άλλων τομέων του ΣΕΑ, αλλά και αναλόγων δομών χειρισμού κρίσεως σε άλλους κρατικούς τομείς. Το Κ.Χ.Κ., στην προκείμενη περίπτωση, έχει ως αποστολή όχι μόνον να κοινωνικοποιήσει (δηλαδή να εισαγάγει και περαιτέρω εκπαιδεύσει) το σύνολο του κρατικού μηχανισμού σε μείζονες κρίσεις, αλλά και να δημιουργήσει ως συντονιστής έναν ιστό κέντρων χειρισμού και χειριστών, ο οποίος θα επωμισθεί τις ευθύνες εάν μια τέτοια κρίση επέλθει. Ενώ δηλαδή ο αναλυτικός τομέας είναι υπεύθυνος, μέσω της συνεργασίας με τους άλλους κρατικούς τομείς και οργανισμούς, για την έγκαιρη προειδοποίηση σχετικά με την δημιουργία συνθηκών κρίσεως, το Κ.Χ.Κ. είναι υπεύθυνο για τον εκπαιδευτικό συντονισμό και την δημιουργία ιστών χειρισμού σε περίοδο ειρήνης, ενώ αναλαμβάνει ηγετικό συντονιστικό ρόλο σε περίοδο πολέμου, κατόπιν εντολής του Πρωθυπουργού. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στους ιστούς χειρισμού, αυτούς καθαυτούς. Η έννοια του ιστού προϋποθέτει την ικανότητα συνδυασμένης δράσεως, μέσω διαδραστικής ανταλλαγής πληροφοριών. Δηλαδή, απαιτείται κατ’ ελάχιστον μια τεχνολογική υποδομή ικανή να συνδέσει τα τοπικά κέντρα χειρισμού με τον γενικό συντονιστή. Δυστυχώς, στην Ελλάδα αυτή η υποδομή είναι αμφιβόλου αποδοτικότητας σε συνθήκες εντόνου κρίσεως. Κατά συνέπεια, με βάση την συμβολή του τρίτου πυλώνα του ΣΕΑ, θα πρέπει συν τοις άλλοις να σχεδιασθεί εκ νέου το σύστημα C4I της χώρας, με την ανάλογη διάθεση χρόνου και πόρων λόγω του ασκόπως παρελθόντος χρόνου.
Σε ό,τι αφορά στην «πολεμική» σύνθεση του Κ.Χ.Κ. και τον ρόλο του στην περίπτωση αυτή, τα ακόλουθα αποτελούν μια πρώτη γενική περιγραφή. Κατ’ αρχάς, το Κέντρο -κατόπιν συνεννοήσεως με τον Πρωθυπουργό- ορίζει την κατάσταση κινητοποιήσεως του κράτους (κατ’ αναλογία της Defense Condition ή DEFCON των ΗΠΑ). Ήδη, αυτή η δραστηριότητα αποτελεί μια βαθμίδα κλιμακώσεως, η οποία ενώ δεν έχει άμεσα εξωτερικά χαρακτηριστικά και παρενέργειες, εν τούτοις αποτελεί ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τρίτους παρατηρητές. Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που δεν αποτελεί δέσμευση για την συμπεριφορά της κυβερνήσεως στο μέλλον, τής παρέχει τον απαραίτητο χώρο και χρόνο για διαπραγμάτευση (τυπική συμπεριφορά σε πλειάδα κρίσεων η διαπραγμάτευση προς αποκλιμάκωση –stand down ladder or gradual de-escalation). Μία άκρως αποτυχημένη εκδοχή αυτής της δραστηριότητος είχαμε στην περίπτωση των Ιμίων. Ταυτόχρονα, μεταβάλλεται και η σύνθεση των μελών του Κ.Χ.Κ., που από μόνη της αποτελεί δείκτη κλιμακώσεως. Ενώ σε περίοδο ειρήνης, τα μέλη αποτελούνται από τον Σύμβουλο, τον Γραμματέα του ΣΕΑ, τον επικεφαλής του δεύτερου πυλώνα του ΣΕΑ, τον επικεφαλής του τρίτου πυλώνα του ΣΕΑ, και εκπροσώπους κρατικών οργανισμών και υπηρεσιών, σε περίοδο κλιμακώσεως μιας δυνάμει πολεμικής κρίσεως, συμμετέχουν οι αρχηγοί συγκεκριμένων οργανισμών (Διοικητής ΕΥΠ, αρχηγός ΕΛ.ΑΣ., Α/ΓΕΕΘΑ, Διοικητής Υπ. Πληροφοριών ΥΠΕΘΑ) οι οποίοι σηματοδοτούν την σταδιακή κλιμάκωση της κρίσεως. Η δε πολεμική σύνθεση εξειδικεύεται περαιτέρω, αφού ενώ σε πρώτη φάση υπάρχει η διευρυμένη συμμετοχή όλων των μελών, σε δεύτερη φάση συνεδριάζει ο στενός πυρήνας (βαθμίδες 1 έως 5 στο σχεδιάγραμμα), όπου και λαμβάνονται εκτελεστικές αποφάσεις που υποβάλλονται προς έγκριση στο ΚΥΣΕΑ (πολεμική σύνθεση) και στον Πρωθυπουργό. Τονίζεται ότι η σύγκληση της πολεμικής συνθέσεως του ΚΥΣΕΑ αποτελεί το τελικό συμβολικό στάδιο κλιμακώσεως, πέραν του οποίου αρχίζουν οι εφαρμογές των ενεργητικών φάσεων των σχεδίων (ως παθητικές φάσεις νοούνται εκείνα τα μέτρα και οι ενέργειες οι συνέπειες των οποίων δεν δημιουργούν μη αναστρέψιμα αποτελέσματα στο εξωτερικό της χώρας).

Συνεπώς, οι βαθμίδες κλιμακώσεως αποτελούνται από:

την σύνθεση του Κ.Χ.Κ.,
την σύνθεση του ΚΥΣΕΑ, και
την κατάσταση κινητοποιήσεως του κράτους.

Κάθε βαθμίδα εμπεριέχει εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα οποία και σηματοδοτούν στον αντίπαλο μια κλίμακα διαθέσεων και ενεργειών της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, καθώς και μια κατάσταση κινητοποιήσεως του κρατικού μηχανισμού. Τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αφορούν την ίδια την χώρα και τον κρατικό μηχανισμό. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αφορούν κυρίως την αντίληψη τόσο των πολιτών της χώρας σχετικά με τα γεγονότα και την σοβαρότητα αυτών, άρα και την ψυχολογική προπαρασκευή που είναι πάντα κεφαλαιώδους σημασίας, όσο και την αντίληψη των δυνητικών αντιπάλων και άλλων τρίτων παρατηρητών. Είναι βασική θέση των θεωριών και αναλύσεων που αφορούν την ασφάλεια με την στενή και ευρεία έννοια ότι η ασφάλεια είναι ταυτόχρονα υποκειμενική και αντικειμενική, στατική και δυναμική, στοχευμένη και γενική. Μια μεγάλη σειρά θεωρητικών αναλύσεων πραγματικών γεγονότων (από το ατομικό έως το διακρατικό επίπεδο) έχει τεκμηριώσει τα χαρακτηριστικά αυτά, και την σημασία που έχει η εμφάνιση αυτών των φαινομενικώς, αλλά όχι ουσιαστικώς, αντικρουόμενων χαρακτηριστικών στην δημιουργία δομών ασφαλείας και εν συνεχεία στη λειτουργία τους.

Με δεδομένη την ανάγκη δημιουργίας ενός τεχνολογικού υποβάθρου που θα κάνει δυνατή την σε πραγματικό χρόνο διαχείριση μιας κρίσεως, είναι σημαντικός ο ρόλος του τρίτου πυλώνα. Ο πυλώνας αυτός, των Τηλεματικών Εφαρμογών και Πληροφορικών Συστημάτων έχει ως αντικείμενο αφ’ ενός την οργάνωση του ΣΕΑ στον συγκεκριμένο τομέα, αφ’ ετέρου τον σχεδιασμό και την οργάνωση αναλόγων συστημάτων σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να δημιουργηθεί και εν συνεχεία να αξιολογείται σε συνεχή βάση μέσω ασκήσεων η κατάσταση ετοιμότητας και η πληρότητα του ιστού των συστημάτων αυτών.

Στο εσωτερικό του, ο πυλώνας χωρίζεται σε δυο τομείς: Τηλεματικές Εφαρμογές και Πληροφοριακά Συστήματα. Ο διαχωρισμός γίνεται για λόγους λειτουργικότητας, αφού οι δυο τομείς χρησιμοποιούν τις ίδιες ή παρεμφερείς τεχνολογίες.

Σε ό,τι αφορά στις τηλεματικές εφαρμογές, αυτές χρησιμοποιούνται ήδη στην καθημερινότητα της χώρας από εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, συνήθως χωρίς τα ίδια να το γνωρίζουν. Οι πλέον σύνθετες αφορούν την διαχείριση μεγάλων και χωροταξικά εξαπλωμένων δικτύων (σιδηρόδρομοι, ηλεκτρική ενέργεια, λιμάνια κ.λπ.), ενώ σε μικρογραφία χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, στις κατοικίες και αλλού. Ο συγκεκριμένος τομέας αφορά, σε στρατηγικό επίπεδο, την ικανότητα της χώρας να λειτουργεί με οικονομία μέσων, ανθρώπων και πόρων υπό συνθήκες εντόνου πιέσεως στα βασικά συστήματα υποδομών και υπηρεσιών (μεταφορές, ενέργεια, βασικά αστικά δίκτυα υποδομών). Θα πρέπει να αξιολογεί τα υφιστάμενα δίκτυα από αυτήν την άποψη, να προτείνει τις αναγκαίες μεταβολές, καθώς και να σχεδιάζει δίκτυα κορμού (trunk networks) για χρήση από το κράτος, τα οποία θα μπορούν να λειτουργούν υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και συμβάντα (φυσικά ή ανθρωπογενή), και συνεπώς να διασφαλίζει την λειτουργία των βασικών δικτύων υποδομής με υψηλό επίπεδο πλεονασματικής λειτουργικής ικανότητας (redundancy).

Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, συνεργάζεται με τον αναλυτικό τομέα, θεματικό υποτομέα 7 (Α/7) καθώς και με τον θεματικό υποτομέα 4/iv (Α/4/iv). Εκτός ΣΕΑ, είναι φυσικό να επιβάλλεται η συνεργασία με τα κέντρα ή γραφεία σχεδιασμού δικτύου σημαντικών παροχέων κοινωφελών υπηρεσιών όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, τα διυλιστήρια, οι σημαντικοί διαθέτες πόσιμου ύδατος, οι κατασκευαστές και φορείς λειτουργίας οδικών δικτύων κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τομέας αναλαμβάνει ρόλο γενικού συντονιστή, τόσο σε ό,τι αφορά στον σχεδιασμό των δικτύων αυτών από την άποψη της τηλεματικής, όσον και ως προς την τρέχουσα διαχείριση για την διενέργεια ασκήσεων και τον σχεδιασμό των απαιτούμενων μεταβολών όπως προκύπτουν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των ασκήσεων.

Ο τομέας των Πληροφοριακών Συστημάτων αποτελεί την πλέον αντιληπτή και διαδεδομένη πτυχή των δραστηριοτήτων τις οποίες καλύπτει ο τρίτος πυλώνας. Με ταχείς ρυθμούς εξαπλώνεται και στην Ελλάδα, όχι η λεγόμενη «κοινωνία της πληροφορίας», αλλά η αξιοποίηση της πληροφορίας. Είναι πρόδηλη η κρισιμότητα της προστασίας των πληροφοριακών υποδομών της χώρας, δεδομένης της κομβικότητάς τους στην λειτουργία όλων των δικτύων (εάν θέλουμε να ενεργούμε σε πραγματικό ή σχεδόν πραγματικό χρόνο). Ο τομέας σε συνεργασία με τον αναλυτικό τομέα (Α/7, Α/6/i, A/4/iv) αξιολογεί την υφιστάμενη τεχνολογία στην χώρα, προτείνει λύσεις και τροποποιήσεις που αφορούν κρίσιμα συστήματα, σχεδιάζει την υποδομή εκτάκτου ανάγκης στον τομέα αυτών των δραστηριοτήτων, και παρέχει στο ΣΕΑ την υποδομή και την προστασία αυτής. Ουσιαστικά, έχει αναλυτικό, συμβουλευτικό, και εκτελεστικό ρόλο σε διαφορετικά επίπεδα δραστηριότητας, ενώ η στενή συνεργασία και με τον εμπορικό τομέα καθώς και με εξειδικευμένα επιστημονικά κέντρα (πανεπιστημιακά ή/και ανεξάρτητα) επιτρέπει την διαρκή ενημέρωση και προσαρμογή στα τελευταίας τεχνολογίας δεδομένα σε άμεσο χρόνο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα – οδηγοί για την έρευνα που απαιτείται προτού διατυπωθεί το νέο Αμυντικό Δόγμα της Ελλάδος.
Πρώτον, το Δόγμα συμπυκνώνει και συνάμα κωδικοποιεί την συνισταμένη των διαστάσεων ισχύος της χώρας. Κατά συνέπεια, και προκειμένου αυτό να ανθέξει στον χρόνο, προαπαιτείται σαφής γνώση των διαστάσεων αυτών.
Δεύτερον, είναι αναγκαίο να γνωρίζει ο ερευνητής την πολιτική βούληση σχετικά με τα εθνικά συμφέροντα, ζωτικά, μείζονα/ουσιώδη και ήσσονα. Υπό κανονικές συνθήκες, τούτο θα ήταν απλούστατο, καθ’ όσον θα αρκούσε η ανάγνωση του Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας της χώρας. Δεδομένου, όμως, ότι τέτοιο δόγμα ουδέποτε διατυπώθηκε στην Ελλάδα, ο αναλυτής οφείλει να διερευνήσει και διακριβώσει ποια συμφέροντα αξιολογούνται ως τέτοια από την Πολιτική Ηγεσία της χώρας, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο προσδιορισμός των εθνικών συμφερόντων δεν προκύπτει αυτοδικαίως, αλλ’ είναι έργο των πολιτικών ιθυνόντων, εξαρτώμενο από ποικίλους ενδοσυστημικούς παράγοντες, ιδίως προκειμένου περί συγχρόνων πλουραλιστικών σχηματισμών Αριστοτελικο-Ρωμαιο-Ιουδαιοχριστιανικής υφής.
Τρίτον, πρέπει να αποσαφηνισθεί τι νοείται ως επαγγελματικός στρατός.
Τέταρτον, χρειάζεται αναδιοργάνωση ή /και αλλαγή του τομέα C3, ούτως ώστε να προστεθεί ο τομέας πληροφορικής, καθώς και ένα πλήρες δίκτυο ISR με δημιουργία ενός ιστού προσαρμοσμένου στις ελληνικές ανάγκες και δυνατότητες, τόσο τις τεχνολογικές όπως ορίσθηκαν προηγουμένως, όσο και τις οικονομικές. Ο συγκερασμός COTS (commercial off the shelf) και εξειδικευμένων εφαρμογών αποτελεί το κρίσιμο στοίχημα, ενώ η ανάπτυξη λογισμικού είναι η βάση για οποιαδήποτε αυτάρκεια στο μέλλον.
Πέμπτον, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν βασικές γεωστρατηγικές παράμετροι και με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Κατά συνέπεια απαιτείται η ανάλυση των κινήσεων ορισμένων βασικών παικτών στην διεθνή σκηνή, με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν διαθέσιμα ήδη από τις ελευθέρως προσβάσιμες πηγές.
Έκτον, αξιοποιώντας όσα είναι γνωστά ή μπορούν να υπολογισθούν βάσει των διαθεσίμων πληροφοριών, σκόπιμον είναι να αναλυθεί η στρατηγική συγκεκριμένων χωρών (Η.Π.Α, Γαλλία, Ο.Δ. Γερμανίας, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Σουηδία, Ισραήλ, Ρωσική Ομοσπονδία, Κίνα, Ινδία, Β. Κορέα, Ιαπωνία) στον στρατιωτικό τομέα, δοθέντος ότι οι χώρες αυτές αποτελούν, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, οδηγούς της τεχνολογικής εξελίξεως και συνεπώς του νέου είδους πολέμου που αναπτύσσεται θεωρητικά και πρακτικά παγκοσμίως και θα μας επηρεάσει ολοένα και περισσότερο στο μέλλον, άμεσα ή έμμεσα.
Έβδομον, πρέπει να υπάρξει πρόνοια στο Δόγμα για πιθανή μελλοντική ίδρυση ενός Οργάνου κατά το πρότυπο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των Η.Π.Α. (NSC). Ένα ανάλογο θεσμοθετημένο Όργανο θα αποτρέψει μία εξέλιξη λίαν αρνητική, πλην όμως μη δυναμένη να αποκλεισθεί, στην ελληνική πτραγματικότητα: δηλαδή την – σε βραχύ χρονικό διάστημα – εν μέρει ή και εν όλω μεταβολή του Δόγματος και, άρα, και την αναδιαμόρφωση των στρατηγικών επιλογών που βασίζονται επ’ αυτού και απορρέουν εξ αυτού, πράγμα το οποίο και σύγχυση θα προξενήσει και πολλά και σοβαρά πρακτικά προβλήματα (καθώς θα ευρίσκονται εν εξελίξει προγράμματα δαπανηρά και χρονοβόρα). Όμως, η οικονομία μέσων και δυνάμεων πρέπει να αποτελεί στρατηγικό διακύβευμα για την χώρα, διότι επιτρέπει την γρήγορη προσαρμογή σε ριζικές μεταβολές, εάν και όταν αυτές επέλθουν, χωρίς να διαταράσσει σοβαρώς την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί το «σοκ» που υπέστη το Ισραήλ όταν αναγκάσθηκε να καταπολεμήσει την Ιντιφάντα. Στην περίπτωση της Ελλάδος, η οικονομία δυνάμεων μεταφράζεται τόσο σε υλικά μέσα όσο και σε έμψυχο δυναμικό.
Όγδοον, το νέο δόγμα οφείλει να λάβει υπ’όψη του τις κοινωνιολογικές και οικονομικές μεταβολές που επέρχονται στην χώρα και οι οποίες αναμένεται να καταστούν εμφανέστερες, προϊόντος του χρόνου. Παρ’ ότι κάθε Δόγμα δεν είναι αιώνιο – και τείνει να αναδιαμορφώνεται συν τω χρόνω – καλόν είναι να πράξουμε κατά τρόπον ώστε ο πυρήνας και οι θεμελιώδεις κατευθύνσεις του να μη χρήζουν μεταβολής στο ορατό μέλλον. Επομένως, είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί και αυτή η κρίσιμη παράμετρος, που αφορά το χαρακτηριζόμενο και ως «εσωτερικό μέτωπο». Εξ άλλου, πληρουμένης αυτής της προϋποθέσεως, και η εθνική αυτοπεποίθηση ενισχύεται αλλά και προς τα έξω μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικώτερα Ψυχολογικός Πόλεμος.
Ένατον, ενδείκνυται η ίδρυση Εθνικών Μονάδων Συλλογής, Διαχειρίσεως και Αξιοποιήσεως Πληροφοριών και, συνακολούθως, η χρήση Βάσεως Δεδομένων πραγματικού ή οιονεί πραγματικού χρόνου, η οποία θα επιτρέπει την συνεχή αξιολόγηση δυνατοτήτων και πιθανών εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσαρμογή επί μέρους στοιχείων του Δόγματος σε μεσοπρόθεσμες μεταβολές, προτού, όμως, οι μεταβολές αυτές επέλθουν. Στην ουσία πρόκειται για μια μορφή ασκήσεως πολιτικής η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της Αποτροπής. Ενώ δεν αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα του Δόγματος από πρακτικής απόψεως, είναι μέρος του από πλευράς θεωρητικής προσεγγίσεως. Δηλαδή, ενώ δεν μεταβάλλει τον στρατιωτικό σχεδιασμό και την ανάπτυξη συγκεκριμένου φάσματος ικανοτήτων, αποτρέπει, μέσω των ανακοινωσίμων ή υποθετικών σεναρίων, άλλους (τρίτους) από επιλογές, τα αποτελέσματα των οποίων, ειδάλλως θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε υπό πραγματικούς όρους. Πρόκειται για εξαιρετικά λεπτό ψυχολογικό παίγνιο, το οποίο εδράζεται στην αξιοπιστία των μελετών που έχουν ανακοινωθεί και γνωστοποιηθεί στον αντίπαλο, και κατά συνέπεια στην υπόθεση στην οποία προβαίνει ο τελευταίος και σε σχέση με μελέτες ή σενάρια, την ύπαρξη των οποίων ναι μεν δεν γνωρίζει αλλά υποθέτει ως δεδομένη.
Δέκατον, χρειάζεται τακτική αλληλοενημέρωση και αυτοματοποιημένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων κλιμακίων της Κυβερνήσεως, προκειμένου να είναι αξιόπιστη η τρέχουσα εικόνα ικανοτήτων και απομειωτών ισχύος.
Εν κατακλείδι, η σχεδίαση και εκπόνηση ενός νέου Εθνικού Αμυντικού Δόγματος αποτελεί, καθ’ εαυτήν, μία σοβαρή θεωρητική και αναλυτική άσκηση, δεδομένου ότι, αφ’ενός μεν, δεν υφίσταται μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη και καταγεγραμμένη Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας, αφ’ετέρου δε, η θεσμική μνήμη και, κατά συνέπεια, η αυτογνωσία του Ελληνικού Κράτους είναι περιορισμένη, όπως άλλωστε μαρτυρούν, κατά καιρούς, οι ίδιες οι Υπηρεσίες του (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, Γενικό Λογιστήριο κ.ο.κ). Και η εν λόγω άσκηση απαιτεί την γόνιμη σύμπραξη διαφορετικών ειδικοτήτων προ της διατυπώσεως μιας τελικής προτάσεως.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.