ΚΡΙΣΗ ΜΑΡΤΙΟΥ 1987: 35 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Η κρίση του Μαρτίου του 1987 έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητο του ελληνικού λαού ως μια επιτυχημένη αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας και των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο. Μάλιστα ο χειρισμός αυτής της κρίσεως και ειδικά η αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβερνήσεως, συχνά αντιπαραβάλλεται με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν 9 χρόνια αργότερα, στην κρίση των Ιμίων.

 

Στο στρατιωτικό επίπεδο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπήρξε μια ευρεία κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Μάλιστα τα στελέχη διακατέχονταν από την αίσθηση του αναπόφευκτου της σύγκρουσης που συνοδεύονταν με την προσμονή της εξιλέωσης έναντι της τραγικής κατάληξης των γεγονότων του 1974.

Φυσικά αυτό το συναίσθημα δεν προδίκαζε και την εξέλιξη της σύγκρουσης ούτε το 1987, ούτε το 1996. Οι τεραστίων διαστάσεων κινητοποιήσεις απεκάλυψαν, όπως ήταν φυσικό αδυναμίες και αστοχίες και στις δύο πλευρές. Αποκάλυψαν όμως και τα τεράστια αποθέματα σθένους και αποφασιστικότητας των ελληνοπαίδων. Ταυτόχρονα αποδείχθηκε περίτρανα ότι η ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα της κάθε στρατιωτικής μονάδος ήταν ευθέως ανάλογης της επιμονής της Διοίκησης της σε ρεαλιστική και επίμονη εκπαίδευση -πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσης- με βάση την αποστολή της. Αναμφίβολα, χαμηλή επάνδρωση στην ειρηνική περίοδο περιόριζε αντικειμενικά τις δυνατότητες ρεαλιστικής εκπαίδευσης.  Οπωσδήποτε η διαθεσιμότητα ή έλλειψη συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων ή δυνατοτήτων αποδείχθηκε καίρια με αποτέλεσμα να δρομολογηθούν αργότερα («κατόπιν εορτής» ως συνήθως) διαδικασίες προμήθειας. Από πλευράς σχεδίων αποδείχθηκαν για άλλη μια φορά οι ιδιαιτερότητες του επιχειρησιακού περιβάλλοντος Αιγαίου-Θράκης αλλά και η γεωγραφική απομόνωση της Μεγαλονήσου με το τεράστιο πλεονέκτημα του εισβολέα. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι στο στρατιωτικό τομέα εξήχθησαν τα δέοντα συμπεράσματα ενώ διορθωτικές ενέργειες ελήφθησαν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε όμως την ταχύτατη εξέλιξη των μορφών του πολέμου και τους κινδύνους της προσήλωσης σε συμπεράσματα που εξήχθησαν υπό άλλες συνθήκες, γεγονός που αποδείχτηκε καταστροφικό για πολλούς αξιόμαχους στρατούς. Ενδεχομένως μάλιστα και οι δικές μας ένοπλες δυνάμεις, ενστερνιζόμενες τα διδάγματα του 1987, να μην είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα για την αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων του 1996.

Αμφότερες οι κρίσεις, 1987 και 1996, είναι υπό διερεύνηση και πολύτιμα στοιχεία και αρχεία, ελληνικά και ξένα, δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί για ευνόητους λόγους. Όπως συνήθως και στις δύο πλευρές του Αιγαίου υπήρξαν προσπάθειες πολιτικής εκμετάλλευσης των γεγονότων με υπερβολές και κατηγορίες. Προφανώς, πίσω και από τις δύο κρίσεις βρίσκονταν η άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί και συνάμα να παρεμποδίσει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.

Το 1987 και σε ένα κλίμα μη ύπαρξης επαφών των δύο πλευρών, η Άγκυρα θεώρησε ότι οι χειρισμοί της ελληνικής κυβερνήσεως για τον έλεγχο της καναδικής εταιρείας «Denison» που εκμεταλλεύονταν το κοίτασμα του Πρίνου, αποσκοπούσαν στη διενέργεια ερευνών πέρα των 6 ναυτικών μιλίων. Απεναντίας, οι ελληνικοί χειρισμοί αποσκοπούσαν ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή την παρεμπόδιση της εταιρείας να ασκήσει τα συμβατικά της δικαιώματα επεκτείνοντας τις έρευνες της σε ελπιδοφόρες περιοχές (θέση Μπάμπουρας). Η αντιπαράθεση γρήγορα κλιμακώθηκε με εκατέρωθεν δηλώσεις αλλά και τουρκικές απειλές περί εκτέλεσης ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (μη αναγνωριζόμενη από την Τουρκία). Η σύγκρουση αποτράπηκε όταν η Άγκυρα πείστηκε από το συνδυασμό αποφασιστικότητας για περαιτέρω κλιμάκωση της Αθήνας αλλά και των διαβεβαιώσεων που της δόθηκαν ότι δεν υπήρχε πρόθεση επέκτασης των χωρικών υδάτων και διεξαγωγής ερευνών πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Η διαβεβαίωση αυτή επισημοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο και επισήμως στις συναντήσεις των δύο πρωθυπουργών που ακολούθησαν. Βέβαια, το 1987 δεν είχε ακόμη τεθεί σε εφαρμογή η συνομολογηθείσα το 1982 Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας που καθιστούσε αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε κράτους την επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια των χωρικών υδάτων καίτοι ήδη αποτελούσε συνήθη πρακτική πολλών κρατών.

Η Συνθήκη τέθηκε σε εφαρμογή το 1994 και η Τουρκία τον Ιούνιο του 1995 προχώρησε στην έκδοση ψηφίσματος από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση που εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να προβεί σε όλες εκείνες τις ενέργειες -συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών- σε περίπτωση που η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα. Τους επόμενους μήνες οδηγηθήκαμε στην κρίση των Ιμίων η αποκλιμάκωση της οποίας συντελέστηκε υπό αρνητικές περιστάσεις για τη χώρα μας. Έκτοτε εντάθηκαν οι τουρκικές αναφορές για «γκρίζες ζώνες» ενώ η απειλή χρήσης βίας, «casus belli» εκ μέρους της Άγκυρας παραμένει ενεργή και σήμερα.

Αξιολογώντας τις δύο κρίσεις και ανεξαρτήτως της αφορμής εκάστης, συμπεραίνουμε ότι βασικός στόχος της Άγκυρας ήταν η παρεμπόδιση της επέκτασης του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων. Πιθανολογείται ότι τον Μάρτιο του 1987, η Άγκυρα δεν θα δίσταζε να προχωρήσει σε προκλητικές ενέργειες που θα επέφεραν μια στρατιωτική σύγκρουση, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν έδινε σημάδια μη διενέργειας ερευνών πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι η πετυχημένη στρατιωτική κινητοποίηση τότε δεν μπόρεσε να μετουσιωθεί σε αντίστοιχα θετικά κέρδη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η χώρα μας αποδέχθηκε τον εγκλωβισμό της στα 6 ναυτικά μίλια χωρίς να επιτευχθεί αξιόλογο αποτέλεσμα πέραν της ομιχλώδους κατάστασης του αμφιλεγόμενου «μη πόλεμος».

Δεν είναι η πρώτη φορά που πετυχημένες κινήσεις στο θέατρο επιχειρήσεων δεν μπορούν να μεταφραστούν σε αντίστοιχες επιτυχίες στο διπλωματικό-πολιτικό επίπεδο. Καθώς αναμφίβολα ο πόλεμος αποτελεί συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα (Clausewitz) είναι αναγκαία η σύμπλευση πολιτικών στόχων με τα διαθέσιμα στρατιωτικά μέσα και ικανότητες. Κατά συνέπεια αν πράγματι επιθυμούμε την «εν καιρώ» ενάσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος μας της επέκτασης των χωρικών υδάτων πρέπει αναλογιζόμενοι τις συνέπειες να προχωρήσουμε σε σοβαρές προετοιμασίες και ορθά χρονικά επιλογές, αναλαμβάνοντας το σχετικό ρίσκο και έχοντας πάντα εναλλακτικές λύσεις απεμπλοκής.

Ως τότε θα πρέπει να διδασκόμαστε από τα συμπεράσματα του παρελθόντος αντιλαμβανόμενοι τις διαφοροποιήσεις που επέρχονται στο διεθνές περιβάλλον και στις μορφές διεξαγωγής του πολέμου και προχωρώντας σε αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες. Ταυτόχρονα, παρόμοιες επετείους θα πρέπει ονομαστικά να μνημονεύουμε τους ηρωικούς νεκρούς μας που έπεσαν στην εκτέλεση του καθήκοντος στις δεκαετίες του ακήρυκτου πολέμου χωρίς ποτέ για τους περισσότερους να υπάρξει ειδική αναφορά. Και δυστυχώς είναι πολλοί και αρκετοί εξ’ αυτών μάλιστα αδικαιολόγητα ανώνυμοι.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ- Αντιστράτηγος (εα)

  • Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
  • Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
  • E-mail: rafaelmarippo@yahoo.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.