Πολεμικό Ναυτικό, αναζητώντας ταυτότητα και δυνατότητες ενόψει της ερχόμενης δεκαετίας.
Μέγα της Θάλασσας κράτος είναι το ρητό του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Όχι άδικα, καθώς ανά τους αιώνες έχει αποδειχθεί κραταιό σε όλους τους αγώνες του Ελληνισμού, από την ναυμαχία της Σαλαμίνας και τους αγώνες της Ελληνικής Επανάστασης, στις νικηφόρες μάχες της ¨Έλλης, της Λήμνου και την συμβολή του κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναμφισβήτητα την κυριαρχία του την διατήρησε και κατά τις δεκαετίες που επακολούθησαν της απελευθέρωσης της χώρας από τους Γερμανούς. Έναντι μάλιστα οποιασδήποτε άλλης ναυτικής δύναμης στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Δυστυχώς μια σειρά από λάθος επιλογές αλλά και η οικονομική κρίση που ταλανίζει την χώρα τα τελευταία χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η ισχύς του και να περιοριστούν οι ικανότητες των Ελληνικών ναυτικών δυνάμεων. Πραγματικά έως και τις αρχές της νέας χιλιετίας το Πολεμικό Ναυτικό βρισκόταν σε μία φάση αναβάθμισης των δυνατοτήτων του. Η απόκτηση των μεταχειρισμένων αντιτορπιλικών αεράμυνας περιοχής Charles Adams στις αρχές του 1990 εισήγαγε για πρώτη φορά στο ΠΝ την δυνατότητα της άμυνας σε μεγάλες αποστάσεις από εναέριες απειλές.
Ταυτόχρονα, τα προγράμματα αναβάθμισης του στόλου επιφανείας με την πρόσκτηση των μεταχειρισμένων φρεγατών κλάσης S από την Ολλανδία, αλλά και το εγχώριο πρόγραμμα ναυπήγησης των ΜΕΚΟ, επέτρεψαν την απόσυρση των παλαιών αντιτορπιλικών του Β Παγκοσμίου Πολέμου, προσδίδοντας νέες δυνατότητες. Δυνατότητες που ενισχύθηκαν με την εισαγωγή σε υπηρεσία των υποβρυχίων 212 με το σύστημα αναερόβιας πρόωσης αλλά και των ταχέων περιπολικών κατευθυνόμενων βλημάτων Ρούσσεν, τα μοναδικά εκ των δύο ακτών του Αιγαίου με αντιπυραυλικά συστήματα, καθιερώνοντας την υπεροχή των Ελληνικών όπλων στην κατηγορία τους. Δυστυχώς οι κινήσεις ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού του Ελληνικού στόλου δεν προχώρησαν περαιτέρω! Η αποτυχία του περίφημου προγράμματος της ‘κορβετόφρεγάτας’ αεράμυνας(!!!) στέρησε το ΠΝ ταυτόχρονα από πλοία περιπολίας όπως είναι οι κορβέτες, αλλά και από πλοία με δυνατότητες αεράμυνας καθώς τα αντιτορπιλικά Adams αποσύρθηκαν χωρίς αντικατάσταση. Αν και όσον αφορά τα τελευταία υπήρχε η προοπτική κάλυψης του κενού τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα με τα αντιτορπιλικά Kidd που είχαν προσφερθεί στην Ελλάδα και κατέληξαν στην Ταιβάν. Εν συνεχεία το πρόγραμμα ναυπήγησης επιπλέον υποβρυχίων 212 αλλά και αντικατάστασης των Ανθυποβρυχιακών φρεγατών κλάσης S με τις FREEM, έχει παγώσει με τα πλοία που επρόκειτο να αντικατασταθούν να έχουν φτάσει αλλά και ξεπεράσει το χρονικό όριο αξιοποίησης τους.
Οι επιχειρησιακές απαιτήσεις επί του Πολεμικού Ναυτικού
Βασικός παράγοντας που διέπει τους σχεδιασμούς και την επιχειρησιακή δράση του ΠΝ είναι ο γεωγραφικός χώρος που καλείτε να δράσει. Αυτός κάλλιστα χωρίζεται σε δύο περιοχές, το κλειστό θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου πλησίον της ηπειρωτικής Ελλάδος και Τουρκία, με την πληθώρα των Ελληνικών νησιών, και την ανοικτή θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου με την Κύπρο. Ο απώτερος στόχος και στις δύο περιπτώσεις είναι ο ίδιος, η επικράτηση εναντίων των αντιπάλων ναυτικών δυνάμεων, η εξασφάλιση και ο έλεγχος του θαλάσσιου χώρου και των εμπορικών γραμμών, η αποτροπή εχθρικών ενεργειών κατ’ αυτών αλλά και εχθρικών αποβατικών ενεργειών και η εξασφάλιση των γραμμών επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος νησιών και της Κύπρου. Βασικός σκοπός είναι η αποτροπή της εξόδου του εχθρικού στόλου συμπεριλαμβανομένων και των αποβατικών δυνάμεων από τις βάσεις τους στον Μαρμαρά, την Σμύρνη και απέναντι από την Ρόδο, στην ανοιχτή θάλασσα. Ενώ σε δεύτερο χρόνο να καταστρέψει αυτές που έχουν πετύχει να ανοιχτούν. Περαιτέρω, να καταδιώξει και να βυθίσει τα εχθρικά υποβρύχια που θα απειλήσουν τις Ελληνικές εμπορικές και στρατιωτικές θαλάσσιες συγκοινωνίες, αλλά και να αμυνθεί αποτελεσματικά από τις εναέριες δυνάμεις που από την εποχή του Β Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα αποτελούν την κύρια απειλή κατά ναυτικών πολεμικών μονάδων.
Όσον αφορά το Αιγαίο Πέλαγος οι απαιτήσεις που θέτονται επί του ΠΝ είναι περιορισμένες. Η εγγύτητα του χώρου με τις Ελληνικές αεροπορικές βάσεις στον ηπειρωτικό χώρο, αλλά και η αμεσότητα του μ’ αυτές στα νησιά του Αιγαίου εξασφαλίζουν αεροπορική κάλυψη με την συνδρομή της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Καθώς μάλιστα όσον αφορά τις αεροπορικές επιχειρήσεις, ο εναέριος χώρος του Αιγαίου είναι το κύριο μέτωπο αντιπαράθεσης των εμπόλεμων αεροπορικών δυνάμεων, η συνδρομή της ΠΑ προς αεροπορική κάλυψη των ναυτικών δυνάμεων μπορεί να μην είναι καν αναγκαία, καθώς η ΠΑ θα προσπαθήσει εξ αρχής να επικρατήσει και να επιβάλει συνθήκες πλήρους αεροπορικής επικράτησης στην περιοχή. Μάλιστα λόγω του μεγάλου αριθμού νησιών και νησίδων που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου, οι απαιτήσεις αεράμυνας επί των ναυτικών δυνάμεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένες εξαιρουμένου του ανοικτού θαλάσσιου χώρου του Βορείου Αιγαίου και του Κρητικού Πελάγους.
Η κατάσταση δεν είναι ιδιαίτερα διαφορετική όσον αφορά τον πόλεμο επιφανείας, δηλαδή τις αποστολές καταστροφής των εχθρικών πλοίων. Κατ’ αρχάς η εγγύτητα των Ελληνικών νησιών με τους Τουρκικούς ναυστάθμους και των σημείων εξόδους τους στο Αιγαίο Πέλαγος, Δαρδανέλια – Στενά της Σμύρνης, έχουν σωστά οδηγήσει το ΠΝ στην απόφαση να αποκτήσει και να εγκαταστήσει στα εγγύς τους νησιά επάκτιες συστοιχίες πυραύλων επιφανείας επιφανείας, δηλαδή κατά πλοίων. Με αυτόν τον τρόπο, δίνεται το πλεονέκτημα στο ΠΝ να κάνει χρήση ενός πρώτου πλήγματος από καλυμμένες θέσεις χωρίς να έχει καν εμπλέξει ακόμα τις δυνάμεις του. Η δυνατότητα αυτή έχει επεκταθεί ακόμα περισσότερο με την απόφαση να αξιοποιηθούν οι πύραυλοι επιφανείας από πλοία που αποσύρονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι επάκτιες, δηλαδή ενισχύοντας την άμυνα των νησιών από εχθρικές θαλάσσιες ενέργειες συμπεριλαμβανομένων και αποβατικών, αλλά και επιτυγχάνοντας και τον έλεγχο θαλάσσιων σημείων διέλευσης όπως τα στενά της Καρπάθου, ή το Κάβο Ντ’ Όρο ανοιχτά της Νότιας Εύβοιας. Όσον αφορά δε τις μονάδες επιφανείας του ΠΝ, ο νησιωτικός χαρακτήρας του Αιγαίου σε συνδυασμό με το μεγάλο βεληνεκές των σύγχρονων πυραύλων επιφανείας επιφανείας, 80 με 180 χλμ, επιτρέπει την άριστη απόκρυψη των μονάδων επιφανείας και την διεξαγωγή αιφνιδιαστικών πληγμάτων, ιδιαίτερα με την αξιοποίηση των ταχέων περιπολικών κατευθυνόμενων βλημάτων. Εξαίρεση αποτελεί εν μέρει ο θαλάσσιος χώρος του Βορείου Αιγαίου, στον οποίο ισχύουν σε ένα βαθμό οι παράμετροι που ισχύουν και στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου και Κύπρου.
Σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων αποτελούν και οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Με το 90% του εμπορίου Διεθνώς να διεξάγεται μέσω θαλάσσης, η παρεμπόδιση του είναι ένας από τους βασικούς στόχους εχθρικών ναυτικών δυνάμεων και δη υποβρυχιακών. Η δε αξιοποίηση του υποβρύχιου όπλου για την διακοπή του εφοδιασμο των θαλασσίων επικοινωνιών μίας χώρας, έλαβε ιδιαίτερες διαστάσεις κατά την διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Μάλιστα εν μέρει άγνωστο και στο ευρύ κοινό, η ήττα της Ιαπωνίας δεν ήρθε από την συντριβή των ναυτικών δυνάμεων επιφανείας της, αλλά από τον αποδεκατισμό του εμπορικού της κατά τον ίδιο τρόπο που επιχείρησε η Γερμανία στον Ατλαντικό. Η δράση των υποβρυχίων των ΗΠΑ, είχε ως αποτελέσματα την έλλειψη πετρελαίου στην Ιαπωνία, που οδήγησε και στην υιοθέτηση της τακτικής των Καμικάζι, καθώς δεν υπήρχαν καύσιμα για να εκπαιδευτούν επαρκώς οι πιλότοι. Κατά τον ίδιο τρόπο και με έμφαση στο Αιγαίο το υποβρυχιακό όπλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όργανο απομόνωσης πεδίου μάχης, είτε από φίλιες είτε από εχθρικές δυνάμεις. Δηλαδή θαλάσσιου αποκλεισμού νήσους ή αριθμού νήσων από οποιαδήποτε εξωτερική επαφή κατά την διάρκεια επιθετικής προσβολής της. Εν αντιθέσει να σημειωθεί εδώ ότι τα Ελληνικά υποβρύχια θα μπορούσαν να δράσουν κατά αντίστοιχο τρόπο σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες επάκτιες συστοιχίες πυραύλων επιφανείας/επιφανείας προκειμένου να αποκλείσουν τον Τουρκικό στόλο εντός των ναυστάθμων του.
Στον αντίποδα οι θαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και του Βορείου Αιγαίου σε μικρότερο βαθμό, λόγω του νησιού της Λήμνου αλλά και χερσαίων αεροπορικών βάσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα, θέτουν διαφορετικές απαιτήσεις στον Ελληνικό Πολεμικό Στόλο. Βαρύτερες μονάδες επιφανείας με αυξημένες ανθυποβρυχιακές, αντιαεροπορικές και αντιπυραυλικές δυνατότητες είναι απαραίτητες. Η σύγχρονη μορφή του πολέμου έχει προσδώσει πλέον στο αεροπορικό όπλο την δυνατότητα να διεξάγει πλήγματα εξ αποστάσεως με την χρήση πυραύλων αέρος επιφανείας κατά πλοίων. Τις ίδιες δυνατότητες έχουν και τα υποβρύχια με την χρήση επίσης υποθαλάσσιων πυραύλων κατά πλοίων αλλά και βαρέων τορπίλων με εμβέλειες από 20 έως και 50 χιλιόμετρα. Ως αποτέλεσμα στους ανοιχτούς θαλάσσιους χώρους όπου τα οπλικά συστήματα αυτά δίνατε να χρησιμοποιηθούν χωρίς άλλες νήσους να θέτουν εμπόδια και περιορισμούς στην εμβέλεια τους ή στον εντοπισμό στόχων, μονάδες επιφανείς που διαθέτουν αυξημένες δυνατότητες εντοπισμού υποβρυχίων και αεροπλάνων, όπως και οπλικά συστήματα αντιμετώπισης τουςείναι αναγκαίες.
Η κατάσταση στο ΠΝ σήμερα.
Μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι το ΠΝ δεν έχει χάσει τόσο την υπεροχή σε σύγκριση με τους δυνητικούς του αντίπαλους και παρά την οικονομική κρίση, λόγω της χρονοβόρας διαδικασίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων να αναπτύξουν εγχώρια οπλικά συστήματα όπως φρεγάτες. Έχει χάσει όμως το τρένο των εξελίξεων με αποτέλεσμα η δύναμη του να φαντάζει παρωχημένη. Οι χερσαίες συστοιχίες πυραύλων σε συνδυασμό με τον υποβρύχιο στόλο και τις πυραυλακάτους δίνει αυξημένες δυνατότητες αντιμετώπισης του Τουρκικού στόλου κατά την έξοδο του, όπως και την διεξαγωγή συνεχόμενων πληγμάτων κατ’ αυτού. Οι δυνατότητες όμως του ΠΝ σταματάνε ουσιαστικά εκεί. Από τον στόλο απουσιάζει πλοίο αντίστοιχο κορβέτας που μπορεί να διεξάγει καθήκοντα ανθυποβρυχιακής περιπολίας στο Αιγαίο με ταυτόχρονα κάποιες δυνατότητες αντιαεροπορικού και πολέμου επιφανείας. Οι κανονιοφόροι του ΠΝ με αντιαεροπορικές και ανθυποβρυχιακές δυνατότητες αντίστοιχες περιπολικών του Β Παγκοσμίου Πολέμου, είναι κατώτερες των σύγχρονων απαιτήσεων. Μόνη επίκαιρη δυνατότητα τους, η εγκατάσταση που επιτρέπει την τοποθέτηση πυραύλων επιφανείας, αλλά με ανύπαρκτα αντιπυραυλικά συστήματα είναι αμφίβολο το κατά πόσον μπορούν αυτά τα πλοία να επιβιώσουν στον σύγχρονο πόλεμο. Παρεμφερείς είναι και οι δυνατότητες των μεγάλων μονάδων επιφανείας του ΠΝ. Η υιοθέτηση του αντιαεροπορικού συστήματος ESSM με εμβέλεια που φθάνει τα 50 χιλιόμετρα δίνει κάποιες δυνατότητες αεράμυνας, τουλάχιστον στον νησιωτικό χώρου του Κεντρικού και Νότιου Αιγαίου. Σε σύγκριση όμως με τις δυνατότητες των σύγχρονων μονάδων αεράμυνας περιοχής που φθάνουν και ξεπερνούν τα 120 χιλιόμετρα, υπολείπονται κατά πολύ. Σε ένα βαθμό ισχύει το ίδιο και όσον αφορά τα συστήματα ενεργητικής προστασίας, δηλαδή τα αντιπυραυλικά συστήματα. Αν και υπάρχουν δυνατότητες, αυτές είναι περιορισμένες σε ένα με δύο συστήματα της εποχής του 1980 και σύμφωνα με τις τακτικές και τις επιχειρήσεις της εποχής.
Τελικά, λόγω κάποιων σοφών επιλογών των προηγούμενων δεκαετιών, το ΠΝ διατηρεί ακόμα δυνατότητες διεξαγωγής και αντιμετώπισης των απειλών στο Αιγαίο. Αυτές όμως περιορίζονται κυρίως στον πόλεμο επιφανείας, δηλαδή κατά άλλων πλοίων, και σε έναν μόνο βαθμό στην αεράμυνα του στόλου. Βεβαίως την κατάσταση στην προκειμένη περίπτωση την ‘σώζει’ σε μεγάλο βαθμό ότι η συγκεκριμένη περιοχή, το Αιγαίο είναι και το κύριο πεδίο δράσης της Πολεμικής Αεροπορίας, όπως και η εγγύτητα του χώρου με τις Ελληνικές αεροπορικές βάσεις. Το ίδιο ισχύει σε ένα βαθμό και για το Βόρειο Αιγαίο. ¨Όσον αφορά όμως την Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, το ΠΝ βρίσκεται σήμερα ίσως κυριολεκτικά έρμαιο των εξελίξεων.
Πηγές:
Ian Speller (2014), ‘Understanding Naval Warfare’, Routledge, London and New York.
Milan Vego (2009), ‘Operational Warfare at Sea: Theory and Practice’, Cass Naval Policy and History 1st Edition, Routledge, London and New York.
Kevin N. Lewis (1984), ‘Combined operations in modern naval warfare: maritime strategy and interservice cooperation’, The RAND Paper Series, The Rand Corporation, Washington D.C.
Navy Capt. Edward Lundquist (ret.), ‘Own the blue water’, AFJ (Armed Forces Journal), http://armedforcesjournal.com/own-the-blue-water/
Sam J. Tangredi (Edit) (2002), ‘Globalization and Maritime Power’, Institute for National Strategic Studies, National Defense University, Washington D.C.