Πως δημιουργείται το νέο χρέος
Του Νίκου Ιγγλέση
Την περασμένη Τρίτη (17-1-23) το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε, από τις «αγορές», 3,5 δις ευρώ. Το κρατικό ομόλογο που εκδόθηκε είναι δεκαετούς διάρκειας με επιτόκιο 4,4%. Το Δημόσιο, δηλαδή, θα πληρώνει κάθε χρόνο για τους τόκους αυτού του ομολόγου 154 εκατ. Σε δέκα χρόνια θα έχει καταβάλλει συνολικά 1,54 δις ευρώ για τόκους και το 2033 θα αποπληρώσει τα 3,5 δις. Οι τόκοι, δηλαδή, θα ανέλθουν στο 44% του αρχικού κεφαλαίου.
Σημειώνουμε ότι πριν από περίπου ένα χρόνο (22-2-22) το ελληνικό Δημόσιο είχε εκδώσει επίσης ένα δεκαετές ομόλογο 3,7 δις αλλά με επιτόκιο 1,75%. Το νέο επιτόκιο είναι αυξημένο κατά 151% σε σχέση με αυτό πριν από ένα χρόνο. Ο υπουργός Οικονομικών Χ. Σταϊκούρας δήλωσε ότι η επιτυχής έκδοση του νέου ομολόγου αποδεικνύει ότι οι «αγορές» εμπιστεύονται την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας!
Τώρα τίθεται το ερώτημα: Τι θα κάνει τα 3,5 δις το Δημόσιο; Με αυτά θα πληρώσει ένα μέρος μόνο των υποχρεώσεων του. Μέσα στο 2023 πρέπει να πληρωθούν 4,5 δις για ένα ομόλογο που λήγει στο τέλος Ιανουαρίου, 2,6 δις από τα δάνεια GLF (1ο Μνημόνιο), 1,7 δις από τα δάνεια EFSF (2ο Μνημόνιο) και άλλα δάνεια 1 δις. Συνολικά 9,8 δις ευρώ. Στο ποσό αυτό δε συμπεριλαμβάνεται η αναχρηματοδότηση των Εντόκων Γραμματίων και των Repos Τέλος πρέπει να πληρωθούν πάνω από 6 δις για τους τόκους του συνολικού δημόσιου χρέους των 395 δις ευρώ.
Θα ακολουθήσουν υποχρεωτικά και νέες εκδόσεις ομολόγων το 2023, μάλλον, με ακόμη πιο αυξημένα επιτόκια. Επίσης για τις πληρωμές θα χρησιμοποιηθεί μέρος των ταμειακών διαθεσίμων που επίσης προέρχονται από παλαιότερο δανεισμό.
Αυτό συμβαίνει γιατί η εξυπηρέτηση του χρέους (χρεολύσια και τόκοι) δεν μπορούν να πληρωθούν από τους φόρους που εισπράττει το κράτος αφού ο προϋπολογισμός είναι συνεχώς ελλειμματικός. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε 16,6 δις το 2020, σε 13,5 δις το 2021 και σε 8,5 δις το 2022. Όλα αυτά τα ελλείμματα καλύφθηκαν από πρόσθετο δανεισμό με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να αυξηθεί κατά περίπου 39 δις τα τρία τελευταία χρόνια.
Ο δανεισμός δεν είναι εκ προοιμίου θετικός ή αρνητικός, αλλά, εξαρτάται από το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα δανεικά. Θετικός θα ήταν ο δανεισμός αν τα 3,5 δις επενδύονταν π.χ. για την κατασκευή τριών ή τεσσάρων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων οπότε αυτές, μέσα σε μια δεκαετία, με την παραγωγή τους, τα κέρδη τους και την πληρωμή ΦΠΑ και φόρων εισοδήματος (επιχειρήσεων και εργαζομένων) θα κάλυπταν το δανεισμό και τους τόκους του, ενώ θα υπήρχαν πρόσθετα οφέλη για τη συνολική οικονομία και την απασχόληση.
Αντίθετα, τα δάνεια που λαμβάνει το ελληνικό Δημόσιο χρησιμοποιούνται για την ανακύκλωση του χρέους, δηλαδή, νέα δάνεια για την πληρωμή των παλαιότερων και με καταβολή πρόσθετων τόκων. Επίσης, ένα μέρος των δανείων χρησιμοποιείται για επιδοτήσεις στην κατανάλωση οι οποίες, όσο αναγκαίες είναι για μια περίοδο, εξανεμίζονται εντός μηνών αφήνοντας χρέη που θα πρέπει να πληρωθούν μεσοπρόθεσμα. Αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί αναπόφευκτα στον προθάλαμο μιας νέας χρεοκοπίας και την επιβολή μνημονίων για να διατηρηθεί η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, όπως έγινε την περίοδο 2010-2018.
Το δημόσιο χρέος είναι στο σύνολό του σ’ ένα νόμισμα που δεν μπορεί να εκδώσει η Τράπεζα της Ελλάδος, δηλαδή, είναι συναλλαγματικό. Έτσι, η εκάστοτε κυβέρνηση για να πληρώνει τα ετήσια τοκοχρεολύσια, να καλύπτει το δημοσιονομικό έλλειμμα και να παρέχει τα αναγκαία επιδόματα μπορεί μόνο να δανείζεται. Δεν μπορεί να εκδώσει νέο χρήμα που να καλύπτει έστω ένα μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
Η κατάσταση είναι αδιέξοδη όσο κι αν η Κυβέρνηση, για προεκλογικούς λόγους, μιλάει για ισχυρή οικονομία και αναπτυξιακή προοπτική. Το χρέος συνθλίβει οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική γιατί όλοι οι πόροι της χώρας κατευθύνονται στην εξυπηρέτησή του.
Υ.Γ. Το άρθρο αυτό γράφτηκε ως απάντηση σ’ έναν φίλο που με ρώτησε προ ημερών: «Πώς αυξάνεται συνεχώς το δημόσιο χρέος, που πάνε τα λεφτά;».