Τι επιχειρείται με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου;
1. Τι επιχειρείται με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου;
Για πρώτη φορά μετά από περίπου 40 χρόνια από την τελευταία μεγάλη αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου (του 1983) επαναπροσδιορίζεται η φιλοσοφία του νομοθέτη, στην περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων. Με το Σχέδιο Νόμου η φιλοσοφία που διέπει το οικογενειακό δίκαιο μετατοπίζεται από τη μονοδιάστατη άσκηση της γονικής μέριμνας κυρίως από τον ένα γονέα στην από κοινού πλέον άσκηση και από τους δύο γονείς.
2. Τι υπαγορεύει αυτό τον επαναπροσδιορισμό της φιλοσοφίας του νομοθέτη και ποιο είναι το κεντρικό κριτήριο με το οποίο επιχειρούνται αυτές οι αλλαγές;
Από το παρωχημένο και επιζήμιο για το συμφέρον του τέκνου στερεότυπο του ενός γονέα στο σπίτι με τα παιδιά και του έτερου γονέα εργαζόμενου-απόντα, η κοινωνία μας έχει μεταβεί στο υγιές πρότυπο οι δύο γονείς να συμμετέχουν ισότιμα στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή, και ταυτόχρονα να είναι πλέον ενσυνείδητα παρόντες στη ζωή και την ανατροφή των τέκνων τους, ως ισότιμοι γονεϊκοί πυλώνες.
Για τις επιχειρούμενες αλλαγές, αδιαπραγμάτευτο κριτήριο παραμένει ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα που αφορά στη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων και ειδικότερα στις σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους, μετά τη διάσπαση του έγγαμου βίου τους, το διαζύγιο, ή την ακύρωση του γάμου τους.
Το νέο Σχέδιο Νόμου εδράζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των γονέων, καθώς καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο, όπως εφαρμόζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Προάγονται, παράλληλα, οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση.
Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται το μαχητό τεκμήριο του 1/3 για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει.
Καθιερώνονται, επίσης, αντικειμενικά κριτήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, τα οποία λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο στη ρύθμιση των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας των τέκνων, όπως η μη καταβολή της διατροφής, ο μη σεβασμός στις δικαστικές αποφάσεις και στις συμφωνίες των διαζευγμένων γονέων και η διάρρηξη των σχέσεων του παιδιού με τον άλλον γονέα.
Τέλος, με το σχέδιο Νόμου προβλέπεται η θέσπιση ειδικών προγραμμάτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, που θα δικάζουν τις οικογενειακές διαφορές, από εξειδικευμένους Ψυχολόγους, Κοινωνιολόγους και Κοινωνικούς Λειτουργούς, Καθηγητές ΑΕΙ και Δικαστικούς Λειτουργούς.
4. Γιατί εισάγεται το μαχητό τεκμήριο του 1/3 επικοινωνίας και σε τι εξυπηρετεί;
Με την καθιέρωση του μαχητού τεκμηρίου εξασφαλίζεται η αυξημένη επικοινωνία και ισόρροπη επικοινωνία των παιδιών και με τους δύο γονείς. Με τον τρόπο αυτό, αμφότεροι οι γονείς μπορούν να έχουν ποιοτικό χρόνο επικοινωνίας με τα παιδιά τους, συμβάλλοντας ουσιωδώς με την παρουσία τους στην ομαλή ψυχοπνευματική τους ανάπτυξη.
Παράλληλα, όμως, δημιουργείται μια ουσιαστική βάση διαλόγου μεταξύ των γονέων, ώστε να αποφεύγονται οι έριδες και οι φιλονικίες μεταξύ τους που πληγώνουν το συναισθηματικό κόσμο των παιδιών και παρακωλύουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας τους.
5. Ποια είναι τα οφέλη από το νέο νομοθετικό πλαίσιο που εισάγεται και με ποιον τρόπο επιλύονται οι οικογενειακές διαφορές;
Με τις νέες ρυθμίσεις δημιουργείται το αναγκαίο πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ των γονέων, προκειμένου να επιλύσουν τις διαφορές τους εξωδικαστικά. Ειδικότερα, με το νέο νομοθετικό πλαίσιο καθιερώνονται τα αναγκαία νομικά εργαλεία και διαδικαστικά σταδία. Προβλέπεται η δυνατότητα των γονέων να ρυθμίσουν τα ειδικότερα ζητήματα με έγγραφη συμφωνία, εφόσον υπάρχει το πλαίσιο της συνεννόησης μεταξύ τους. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής σε ειδικευμένο διαμεσολαβητή. Η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο προβλέπεται ως το τελευταίο στάδιο, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων.
6. Πως ενισχύεται ο ρόλος του δικαστή στις οικογενειακές διαφορές;
Με το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν καταργείται, αλλά αντίθετα ενισχύεται η δικαστική κρίση για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών με δύο τρόπους. Αφενός, με την καθιέρωση του μαχητού τεκμηρίου επικοινωνίας του 1/3, όπως επίσης και των ενδεικτικών κριτηρίων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, ο δικαστής διευκολύνεται ακόμη περισσότερο, όταν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και εξετάζει διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά με βάση πάντοτε το αληθές και πραγματικό συμφέρον του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η δυνατότητα έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, που δεν θα αμφισβητούνται από τους διαδίκους και περιορίζονται οι αέναες δικαστικές διενέξεις μεταξύ των γονέων, οι οποίες αποβαίνουν τελικά σε βάρος των παιδιών.
Αφετέρου, στο νομοσχέδιο υπάρχει ειδική διάταξη στην οποία προβλέπεται η διενέργεια ειδικών σεμιναρίων επιμόρφωσης και εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών στο νέο νομοθετικό πλαίσιο από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Προβλέπεται μάλιστα πως εκπαιδευτές στα ειδικά αυτά σεμινάρια δεν θα είναι μόνο Δικαστικοί Λειτουργοί και Καθηγητές ΑΕΙ, αλλά και Ψυχολόγοι και Παιδοψυχολόγοι καθώς και Κοινωνικοί Λειτουργοί.
7. Τι προβλέπεται για τις εκκρεμείς υποθέσεις;
Στο νομοσχέδιο προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις, με τις οποίες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εφαρμόζονται και επί εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Παρέχεται, επιπλέον, η δυνατότητα μεταρρύθμισης ή ανάκλησης εγγράφων συμφωνιών εντός χρονικού διαστήματος 2 ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου, προκειμένου να υπάρξει εναρμόνιση με τα νέα νομικά δεδομένα
8. Τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ σε σχέση με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας;
Ανάλογο ρυθμιστικό πλαίσιο με αυτό που προτείνεται με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει εφαρμογή και σε προηγμένες χώρες της Ευρώπης όπου η νομοθεσία προβλέπει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Το πλαίσιο αυτό έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία , η Ολλανδία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Ιρλανδία και η Σουηδία ενώ αντίστοιχη νομοθεσία εφαρμόζει η Λεττονία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακία.