Η γυναίκα
Η γυναίκα
(οι φεμινίστριες να κλείσουν τα μάτια)
Εκείνη ονειρευόταν: «Θέλω… θέλω να ζήσω γι’ αυτόν τον ιερό εγκέφαλο του άντρα που επιτέλους θα φέρει ειρήνη στον κόσμο μετά από αιώνες χάους, το τελικό φως, μια τάξη στην σύγχυση!
Θέλω η κάθε μου κίνηση να τον κάνει χαρούμενο, να τον διατηρεί ελαφρύ και χαρούμενο, φιλικό προς τον άνθρωπο, η ανάσα μου, το σχήμα του νεανικού μου στήθους, το άρωμα των μαλλιών μου και οτιδήποτε άλλο είναι πανω μου και μέσα μου.
Δύναμη θέλω να του φέρω και χαρά, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αποστολή του και να λυτρώσει τον κόσμο από τα ψέματα του!
Με το σώμα μου θέλω να τον κάνω πλούσιο και πλουσιότερο, αφού γι’ αυτό το έχω για να κάνω άντρα τον άνθρωπο.
Όπως ο ήλιος και η βροχή είναι για τα λουλούδια, έτσι θέλω να είμαι γι ‘αυτόν, όπως το οξυγόνο για τα πνευμόνια, όπως ο ύπνος για τον κουρασμένο, αυτό θέλω να είμαι.»
Αυτά ονειρευόταν στο νεανικό κρεβάτι της.
Αργότερα όμως συνειδητοποίησε ότι οι άλλες γυναίκες είχαν άλλα σχέδια για τον άνδρα.
Και τότε σκέφτηκε: «Γιατί, γιατί δεν θέλετε να τον υψώσετε, αλλά να τον ταπεινώσετε;!;»
Και μια μέρα η ώριμη κυρία Θάλεια είπε στην ανώριμη που έκλαιγε:
«Πρέπει να τον κάνεις να ζηλέψει, μικρή μου, πιστεψέ με. Πρέπει να ανατινάξει τον εγκέφαλό του η απελπισία. Πρέπει να πονέσει τόσο, που να αποβλακωθεί και να αρχίζει να τρέχει γύρω από τον εαυτό του σαν την μύγα που τσουρουφλίστηκε στη φλόγα ενός κεριού. Πίστεψέ με Δεν πρέπει να τον αφήσεις να βρει τον εαυτό του»
Την πίστεψε. Αλλά εξακολουθούσε να νιώθει την αποστολή της μέσα της.
Και κλαίγοντας τον άφησε στις άλλες κυρίες, που είχαν λιγότερη θρησκεία μέσα τους.