Η Τέχνη Του Να Είσαι Μόνος
Το να γνωρίζεις πώς να μένεις μόνος είναι τέχνη. Κάτι σαν πλέξιμο. Όσο πιο πολύ πλέκεις, τόσο καλύτερος γίνεσαι. Αντίστοιχα, όσο περισσότερο μένεις μόνος σου, τόσο πιο εύκολα αποστασιοποιείσαι από τον γύρω κόσμο. Είναι όμως, η μοναξιά το ζητούμενο τελικά;
Μήπως η περίσσια περισυλλογή αποσπά την προσοχή από την πραγματικότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι, που είναι η σύναψη σχέσεων, ερωτικών ή μη, οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα στην πορεία προς την ευτυχία; Μπορεί ένας σκεπτόμενος άνθρωπος να αναγνωρίσει μέσα στη δίνη των συναισθημάτων του έστω κι ένα θετικό από την αποστασιοποίηση και την περιθωριοποίηση του εαυτού του; Μήπως τελικά ο έρωτας και η αδελφή ψυχή του, η φιλία, είναι το θεμιτό;
Θα απαντήσω εδώ με ένα ίσως. Ίσως διότι τούτη εδώ τη στιγμή, που γράφω αυτές τις αράδες, βρίσκομαι καθισμένος μπροστά από το αναμμένο τζάκι, βυθισμένος στη μοναξιά, μακριά από κάθε είδους αγαπητική συνεύρεση, μη μπορώντας να αποφασίσω τι τελικά είναι το καλύτερο. Οι σχέσεις επιφέρουν έναν αλλόκοτο πόνο, έναν πόνο που μονάχα άμα αγαπάς μπορείς να νιώσεις. Δεν είναι αστείο να κάθεσαι στον καναπέ και να σκέφτεσαι ή μάλλον να ονειρεύεσαι τον αγαπημένο σου να βρίσκεται τόσο μακριά όσο το φεγγάρι πριν εφευρεθεί το διαστημόπλοιο. Δεν γελάω. Παρά υποφέρω. Χωρίς καν να το επιδιώκω.
Κοιτάζοντας μέσα από τις φλόγες που αναβλύζουν γάργαρα καθώς τα ξερά ξύλα καίγονται στωικά στην πύρινη φωλιά τους, μια δεύτερη σκέψη αρχίσει δειλά και ντροπαλά να αναδύεται στα άδυτα του νοητικού μου γίγνεσθαι. Μια σκέψη τρελή, θαρραλέα και ευοίωνη συνάμα. Είναι πράγματι η μοναξιά το ζητούμενο; Ή μήπως τελικά εκείνη ακριβώς η προσμονή του άλλου μου μισού ή ακόμα και η απώλεια συντροφιάς ενός καλού μου φίλου κάνει τη διαφορά μεταξύ ζωής και απλής επιβίωσης;
Αναρωτιέμαι. Τι είναι εκείνο που χτίζει έναν άντρα. Που τον κρατάει στη ζωή. Τον συνεφέρνει και τον γεμίζει με προσδοκίες και δίνει πνοή στα κατά τ’ άλλα ανούσια αναφοράς πνευμόνια του; Περί σάρκας ή περί πνεύματος, διαλέγοντας και τα δύο συνδυαστικά, επιλέγω να πάρω άλλη μια ανάσα ταλαιπωρίας και να ωθήσω τον εαυτό μου στο να πάρει το δύσβατο μονοπάτι της σχέσης, για έναν και μοναδικό λόγο. Γιατί αγαπάω.
Όταν δεν έχεις κανέναν, το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Μα η αγάπη είναι για να δίνεται. Δεν είναι για να στρέφεται προς τα έσω. Είναι για να μοιράζεται. Δεν είναι για να κρατιέται ατροφική μπροστά στη θαλπωρή ενός ενεργού τζακιού. Είναι για να χαρίζεται. Δεν είναι να κρατιέται ασφυκτικά κλεισμένη μέσα σε ένα μαύρο κουτί, βαθιά στα έγκατα της ψυχής μας, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία για να απελευθερωθεί.
Το βλέμμα μου, καθώς η συρροή σκέψεων συνεχίζεται, περιδιαβαίνει τον περιβάλλοντα χώρο στον οποίο βρίσκομαι «μόνος» και παίρνει δύναμη ενώ ταυτόχρονα αδυνατεί να εξηγήσει το παράδοξο της ερωτικής συνεύρεσης πόνου και αγαλλίασης που επιφέρει η ευγενής προσκόλληση στο εμείς. Διότι εμείς είμαστε το τζάκι κι ο περιβάλλοντας χώρος, εμείς είμαστε η παροδική μοναξιά και ο πόνος της έλλειψης του «συντρόφου», εμείς είμαστε το μαζί και το μακριά της επιμονής στην ονειρική νιρβάνα της φαντασίωσης ότι δίπλα μου, σε αυτόν εδώ τον άδειο καναπέ στον οποίο κάθομαι, υπάρχει μια ύπαρξη που χιλιόμετρα μακριά ευελπιστώ να με σκέφτεται και να με ποθεί όσο την ποθώ.
Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Παρά μόνο το σίγουρο στο ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο. Έτσι λοιπόν και η πορεία προς τη φωτιά αυτής εδώ της μοναχικής νύχτας, έρχεται να τη σβήσει το γάργαρο νεράκι της αυριανής λύτρωσης, όταν πια με χέρια ενωμένα θα βρίσκομαι με εκείνη ή όταν με αστεϊσμούς και χαβαλέ θα πίνω τον καφέ μου με μια φιλική παρουσία. Ξέρω που να στρέψω το πνεύμα μου. Προς εσένα, που με τόση περίσσια αφοσίωση μου έχεις αφιερώσει το είναι σου, παρά το φόβο της απώλειας, της έλλειψης και της εγκατάλειψής μου από την αγκάλη σου.
Αυτά είναι που ταλανίζουν το μυαλό μου τούτο δω το γλυκό σαν θυμαρίσιο μέλι εξαίρετης ποιότητας βράδυ. Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Όλα φαντάζουν απόμακρα, σκοτεινά και ρέοντα σαν καπνός από τσιγάρο που αφανίζεται στον άπειρο άνεμο, μα εγώ κάνω ό,τι μπορώ για ν’ αντέξω. Άλλη μια νύχτα μακριά τους. Από αυτούς που με σκέπασαν με το πάθος τους όταν το είχα πιο πολλή ανάγκη. Από εκείνους που με το βλέμμα τους και μόνο, σε απόσταση αναπνοής, μοιράζονταν την αναπνοή τους για να αναπνεύσω κι εγώ. Από εκείνους που η σκέψη μου και μόνο στο νου τους φέρνει αγαλλίαση και νηνεμία, παρά το γεγονός πως ένα-δυο ποτά μπορεί να θολώνουν τη βούλησή τους.
Μάθε ότι μέσα από τη μοναξιά, βρήκα την αγάπη. Μια αγάπη βασανιστική, όσο ο ίδιος ο θάνατος και η θύμησή του. Μα συνάμα μια αγάπη τόσο δυνατή, όσο η ίδια η ζωή στην άνθισή της. Ελπίζω το τηλέφωνο γρήγορα να χτυπήσει και να αναζωπυρώσει τα ήδη κατασταλαγμένα μου θέλω. Αρκετή μοναξιά και για σήμερα.
Αλέξης Δαμιανίδης