Και στη φωτιά και στον πάγο
Τις ντροπές ας πάρει η βροχή.
Τους φόβους ας κάψει η φωτιά.
Τη δειλία ας λιώσει το φως.
Στη μάχη, στον έρωτα….. στην αγάπη.
Στου ανέμου τα παλάτια της ουτοπίας και της ψευδαίσθησης.
Στους αδιάβατους τόπους της θυσίας… της αληθινής.
Όπως όταν τ’ αηδόνι μπαίνει στη φωλιά ενός αετού χρυσόφτερου, και μαδημένα άνθη σκορπίζουν στον αέρα.
Άλλοθι…. στων επαναλήψεων τη σκοτεινή στην σκονισμένη ρουτίνα.. άλλοθι στη ζωή που δεν θελήσαμε να ζήσουμε από τρόμο μπροστά στο τρεμούλιασμα των αχτίδων που χορεύουν μέσα στις πιο βαθιές χαράδρες.
Στης μάχης τον αχό ψίθυρος κρυστάλλινος… σπασμένος… με ήχο που κυλά στα ρυάκια του νου και τα μαγεύει… και τότε η γλυκιά οπτασία σε παίρνει απ το χέρι… έξω απ’ το πεδίο της μάχης… ξεγελώντας τις αόρατες μορφές που στέκουν να μας θυμίζουν πως υπάρχει πέρασμα στο φως το μεγάλο το αιώνιο… και κρατούν τα εργαλεία να το φτάσουμε.
Αδύναμοι ν’ ακολουθήσουμε τα άγνωστα νερά που μας καλούν… μόνο απ΄ το φόβο της σιωπής που τα κυκλώνει ….της ομίχλης που τα θαμπώνει … κι όταν ακούσουμε τις σιγανές φωνές των αέρινων πλασμάτων που κατοικούν στην καθαρότητα τούτων των νερών… θάμαστε λίγο μακριά και θάχουμε λησμονήσει το δρόμο να γυρίσουμε.
Η γλυκιά οπτασία θα είναι εκεί ακόμη …. Στο πουθενά μας.. χαμογελώντας χαρούμενη που κατάφερε να μας ξεγελάσει, μέσα στη ροή των γυρισμάτων του κύκλου της.
Ένα χρυσάνθεμο μόνο θα μας κλείνει το μάτι… στο σκοτάδι της νύχτας … όταν δεν θα το βλέπουμε… κι ένα φτερό πουλιού που έχασε το δρόμο προς τα νότια τα ζεστά κλίματα, θα κάνει κύκλους πέφτοντας αργά κι ανάλαφρα μέσα στο βαθύ αόρατο κενό.
Πίσω απ τα φοβισμένα μας μάτια.
Κάτω απ’ τις σταγόνες της βροχής που ήρθε να τα ξεπλύνει όλα… κάτω απ’ το τσουρούφλισμα της φωτιάς που ήρθε να τα κάψει όλα.
Μα δεν αφήσαμε σταγόνα να πέσει πάνω μας… κι ούτε μια σπίθα να μας αγγίξει.
Μόνη συντροφιά εκείνη η γλυκιά οπτασία που συνέχιζε να χαμογελά χαρούμενη, κρατώντας απ΄ τα μαλλιά τα λάβαρα που αφήναμε πίσω μας.
Σ’ ελεύθερη πτώση χωρίς άρματα πια στο βαθύ αόρατο κενό… Προστατευμένοι στην βεβαιότητα του ανύπαρκτου πουθενά μας..
Το πρωί το χρυσάνθεμο δεν ήταν πια εκεί.
Ένα χέρι το είχε κόψει.
Θυσία στην μάταιη αγωνία της φοβισμένης μας ύπνωσης, στον άσβηστο βωμό της αθανασίας.
Μακάρι να μην ένιωθα, να μην αγαπούσα τίποτα.
Να χαιρόμουν και να χόρταινα τη λησμονιά και τη νοσταλγία τη μεγάλη, που νιώθει για την ησυχία των έρημων δασών η ψυχή.
Απόψε θα χορεύει στον κήπο που λούζουν τ’ αρώματα των ρόδων των αμάραντων… απόψε θα χορεύει στη κόψη των ματιών μου… στης ψυχής μου τη σκοτεινή την ατέρμονη σπηλιά.
Μέσα στη νομοτέλεια της αυτοεξαπάτησης του πολεμιστή που έπεσε στη μάχη.
Γιώργος Χρηστάκης