Το Δηλητήριο Μέσα Μου
Για ακόμη ένα βράδυ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Τρία βράδια είχαν όλα κι όλα περάσει από τότε που έκοψα το κάπνισμα. Μα η ανάγκη μου να ανάψω άλλο ένα στικ καρκίνου και ανικανότητας άρχισε να ξεπερνάει τα όρια του υποφερτού.
Κάπως έτσι λοιπόν σηκώθηκα, έβαλα όπως, όπως ένα παντελόνι κι ένα λινό πουκάμισο πάνω από τις πιτζάμες μου, έδεσα δυο ζευγάρια κορδόνια και κίνησα να βρω το πλησιέστερο ανοιχτό περίπτερο. Η ώρα ήταν 3:58 μετά τα μεσάνυχτα.
Καθώς οι ελπίδες μου άρχισαν να εξανεμίζονται, βρέθηκα σε μια ήσυχη γειτονιά όπου πόδι δεν είχα πατήσει για χρόνια. Ένα εικοσιτετράωρο κιόσκι διαφαινόταν ανοικτό στη γωνιά του δρόμου και αποφάσισα – τι τύχη – να πάρω κι έναν πρωινό καφέ στο χέρι. Ξημέρωνε Κυριακή εξάλλου και η δουλειά θα αργούσε μέχρι τη Δευτέρα, οπότε τι ξύπνιος τι κοιμισμένος τέτοια ώρα και τέτοια μέρα, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.
Καθώς η ταμιακή μηχανή τιτίβισε αχόρταγα ρουφώντας το ταλιράκι μου και ξερνώντας πίσω λιγάκι ανόρεχτα τα ρέστα, χαιρέτησα ευγενικά την ταμία και βγήκα έξω στη σιγαλιά, να απολαύσω την πρώτη – μετά από τέσσερις σχεδόν ημέρες – τζούρα από το παρθενικό τσιγάρο του πακέτου, φλερτάροντας ταυτόχρονα με τη μυρωδιά του γλυκού φρέντο.
Με το που ο καπνός άγγιξε τα ρουθούνια, τα θυμήθηκα όλα. Τον λόγο για τον οποίο βγήκα βραδιάτικα έξω στο κρύο για να ξοδέψω πέντε ευρώ για ένα πακέτο θάνατο. Τελικά δεν ήταν εξαιτίας της νικοτίνης που ήθελα να πιστέψω πως είχα ανάγκη. Όχι, αυτή είχε φύγει προ πολλού από τον οργανισμό μου. Ούτε και η κίνηση αυτή καθαυτή, που λένε οι περισσότεροι πως είναι και η αιτία που σε φυλακίζει για μια ολόκληρη ζωή σε αυτό το εθιστικό φύλλο του σατανά. Ήταν κάτι άλλο εκείνο που με κρατούσε τόσο απροσδιόριστα δέσμιο αυτής εδώ της συνήθειας.
Αναμνήσεις. Αυτές είναι η ρίζα του κακού. Έχω συνδυάσει το κάπνισμα με ένα σωρό αναμνήσεις, από τα εφηβικά μου χρόνια ακόμα, όταν ο καλύτερος τότε φίλος μου μού έστριβε το τέλειο τσιγάρο, μπροστά στην μαύρη θάλασσα που ξημέρωνε, καθώς ήμασταν και οι δυο καθισμένοι σε κάτι αναπαυτικά πουφ, ιδιοκτησία ενός εγκαταλελειμμένου μπαρ στην έρημη παραλία του νησιού όπου είχαμε πάει διακοπές.
Αναμνήσεις. Τόσο όμορφες, όσο και απαίσιες. Η πρώτη μου ερωτική απογοήτευση, πνίγηκε σε ένα τασάκι Κάμελ και ένα ποτήρι ρούμι. Και κάπου εδώ είναι που η χημεία και η συνήθεια – νικοτίνη και κίνηση – συναντούν μια σκληρή πραγματικότητα: δεν είναι το τσιγάρο αυτό που σε σκοτώνει, εσύ είσαι.
Μέσα από τις ίδιες σου τις αναμνήσεις, γίνεσαι φορέας ενός κόσμου ψευδαισθήσεων, όπου «νομίζεις» πως χρειάζεσαι κάτι που στην ουσία σε καταστρέφει και το βλέπεις, μα στ’ αλήθεια στέκεις εκεί, καταμεσής της κάπνας αβοήθητος, δίχως να μπορείς να ελέγξεις τίποτα απολύτως.
Μία είναι η λύση: όχι το να κόψεις το κάπνισμα, μα το να σταματήσεις να σκέφτεσαι σα βλάκας. Και το λέω επειδή είμαι ο πρώτος που το κάνει. Σήμερα δεν πήγα ποτέ να αγοράσω το πακέτο. Συγκρατήθηκα. Συνειδητοποίησα πόσο ανώφελη είναι ανάγκη να πνίξω τους καημούς μου με ένα Μάρλμπορο Τατς. Γιατί αν το φιλοσοφήσεις λιγάκι, θα δεις πως είτε καπνίσεις, είτε όχι, το πρόβλημα παραμένει. Όπως αντίστοιχα και η ευχάριστη στιγμή δεν γίνεται πιο ευχάριστη με μια τζούρα ανώφελου γεμίσματος πνευμόνων με πίσσα, έτσι και η δυσάρεστη δεν πρόκειται να αλλάξει αν αφαιρέσω μερικά λεπτά από τη ζωή μου, καταπίνοντας αέρα κοπανιστό.
Αν και γνωρίζω πόσο αυτοκαταστροφικό είναι το κάπνισμα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω στην παγίδα του νου και να καπνίσω πάλι. Τουλάχιστον όμως γνωρίζω πια τι είναι αυτό που με κάνει να το θέλω. Διαγραφή μνήμης χρειάζομαι, όχι γραμμή υποστήριξης.
Αλέξης Δαμιανίδης