Πώς ερμηνεύεται η σύνθεση και το πρόγραμμα της νέας γερμανικής κυβέρνησης
Πηγή: capital.gr
Του Κώστα Ράπτη
Σε σύγκριση με τις 171 ημέρες που πέρασαν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 μέχρι τη συγκρότηση της τελευταίας κυβέρνησης Μέρκελ (σε “μεγάλο συνασπισμό” Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών), οι 73 ημέρες που χρειάστηκαν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου μέχρι χθες για τη συγκρότηση του νέου, και μάλιστα τρικομματικού, κυβερνητικού σχήματος της Γερμανίας υπό τον Όλαφ Σολτς, αποτελούν οπωσδήποτε πρόοδο. Το αν το αποτέλεσμα αποτελεί και εγγύηση σταθερότητας είναι όμως μια διαφορετική συζήτηση.
Και πάντως, με βάση το ποιός είναι ο νέος ισχυρός άνδρας της κυβέρνησης, ήτοι ο νέος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, τυχόν προσδοκίες της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών για μεγαλύτερη γερμανική ευελιξία θα πρέπει να εγκαταλειφθούν.
Το στοιχείο που επιτάχυνε τις διαδικασίες είναι η βαθιά μετεκλογική εσωκομματική κρίση αυτών που θα εγκαταλείψουν την κυβέρνηση μετά από 16 χρόνια, δηλ. των Χριστιανοδημοκρατών, καθώς έτσι αποκλείστηκε λόγω προφανούς δυσλειτουργικότητας, και όχι μόνο πολιτικών προτιμήσεων απλώς, η πιθανότητα ενός νέου “μεγάλου συνασπισμού”. Από εκεί και πέρα, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι γνώριζαν ότι θα έπρεπε να “στρογγυλέψουν” τις απαιτήσεις τους, διότι θα επέστρεφαν στην εξουσία (oι πρώτοι μετά από 8 χρόνια και οι δεύτεροι μετά από 16) είτε και οι δύο μαζί είτε καθόλου.
Δούναι και λαβείν
Το έργο της προσαρμογής θα είναι πολύ δυσκολότερο ειδικά για τους Πρασίνους (οι οποίοι θα πρέπει και να θέσουν την κυβερνητική συμφωνία προς έγκριση στην κομματική τους βάση), διότι ούτε οι εκλογικές τους επιδόσεις υπήρξαν τόσο υψηλές όσο οι προσδοκίες που καλλιεργούνταν προεκλογικά, ούτε όμως και οι μετεκλογικές διαπραγματεύσεις απέφεραν όσα διεκδικούνταν.
Ο αρχηγός των τρίτων σε κοινοβουλευτική δύναμη Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ από νωρίς κατοχύρωσε τη θέση του επόμενου υπουργού Οικονομικών, ήτοι τη δεύτερη σημαντικότερη στην κυβέρνηση μετά από αυτήν του καγκελαρίου, έχοντας προφανώς τη στήριξη του γερμανικού κατεστημένου, το οποίο ανησυχούσε για τις άκρως επεκτατικές πολιτικές που υπόσχονταν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι.
Οι τελευταίοι δεν θα είχαν ιδιαίτερες αντιρρήσεις να “ανταλλάξουν” την προσχώρηση στον δημοσιονομικό “ρεαλισμό” με την κατοχύρωση ορισμένων εμβληματικών περιβαλλοντικών πολιτικών, όπως η δέσμευση για τερματισμό της χρήσης άνθρακα το 2030 και όχι, όπως τώρα προβλέπεται, το 2038. Όμως και σε αυτό το πεδίο ο απολογισμός της μετεκλογικής διαπραγμάτευσης είναι πενιχρός, ιδίως μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα της COP26 στη Γλασκώβη που ασφαλώς δεν ενθαρρύνουν αυστηρότερες εθνικές πολιτικές από αυτές που προκύπτουν ως διεθνής μέσος όρος.
Το κόμμα των Πρασίνων έμεινε να παρηγορείται με “ταυτοτικές” επιλογές (δέσμευση της νέας κυβέρνησης να χαλαρώσει τη νομοθεσία περί ψυχαγωγικής κάνναβης, να αλλάξει το ισχύον πλαίσιο περί των τρανς και των αμβλώσεων, να επιστρέψει μουσειακά αντικείμενα που αποτελούν προϊόν αποικιακής λεηλασίας κ.ο.κ.). Από τους συμπροέδρους του, ο μεν Ρόμπερτ Χάμπεκ που πήρε πάνω του τις επαφές με τους νέους κυβερνητικούς εταίρους προορίζεται για το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, ως οιονεί αντίβαρο στον Λίντνερ, ενώ η Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία αποτελούσε την υποψήφια καγκελάριο του κόμματος στις εκλογές, από νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον της στην εξωτερική πολιτική και αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών και την αντικαγκελαρία.
“Αγκάθι” ο Nord Stream 2
Προοιωνίζεται η εξέλιξη αυτή ένα σημαντικό σημείο τριβής εντός του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι είναι σαφέστερα ατλαντιστές στον προανατολισμό τους (σε σχέση με τα δύο μεγάλα κόμματα) και ιδιαίτερα αυστηροί με την Κίνα και τη Ρωσία, ενώ αντιθέτως με την τελευταία οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν βαθείς και ιστορικούς δεσμούς, όπως δείχνει το διαρκώς επίκαιρο παράδειγμα του υποθαλάσσιου αγωγού Nord Stream 2, του οποίου προϊσταται ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Και αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς προκλήσεις των ημερών, τα ερωτήματα της εξωτερικής πολιτικής πολύ λίγο απασχόλησαν προεκλογικά και μετεκλογικά τη γερμανική δημόσια συζήτηση.
Πανδημικές παγίδες
Ωστόσο, αυτό που κυρίως σημαδεύει τη συγκυρία είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας – πεδίο στο οποίο παραμονεύουν νέα ενδοκυβερνητικά προβλήματα. Σε αυτή την περίπτωση, η αντιπαράθεση είναι ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους από τη μια και το κόμμα του Λίντνερ από την άλλη, διότι οι Φιλελεύθεροι απορρίπτουν την ιδέα των νέων lockdown ή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού (που έχουν υποστηρίζει ήδη ο Βίνφριντ Κρέτσμερ της Βάδης-Βυρτεμβέργης, μόνος Πράσινος πρωθυπουργός κρατιδίου και ο ομόλογός του της Βαυαρίας και πρόεδρος των Χριστιανοκοινωνιστών, Μάρκους Ζέντερ). Πρόκειται για αντιπαράθεση από την οποία ο μόνος που δύναται πραγματικά να επωφεληθεί είναι η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), διότι, όντας εκτός κυβέρνησης δεν θα χρειάζεται να “στρογγυλεύει” την αντίθεσή της στα περιοριστικά μέτρα. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο χάρτης της Γερμανίας αποκαλύπτει όξυνση της διαίρεσης ανατολικής και δυτικής Γερμανίας (και δευτερευόντως βόρειας και νότιας) σε ό,τι αφορά τα επίπεδα εμβολιασμού – με την Ανατολή να αποτελεί, ως γνωστόν, προνομιακό πεδίο για την AfD.,
Οικονομία και Ε.Ε.
Στο επίπεδο της οικονομίας, η συγκυρία επίσης δεν ευνοεί τολμηρές κινήσεις, και δη επεκτατικές, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις των ημερών (λόγω της νομισματικής χαλάρωσης και της διατάραξης των εφοδιαστικών αλυσίδων) δεν έχει κριθεί αν είναι παροδικές ή διαρθρωτικές. Οι Σοσιαλδημοκράτες πέτυχαν βέβαια την έγκριση της αύξησης του ομοσπονδιακού κατώτατου ωρομισθίου κατά 25% στα 12 ευρώ και την έγκριση κινήσεων για αποφόρτιση της αγοράς στέγης με κατασκευή νέων κατοικιών, ενισχυμένη προστασία των ενοίκων και προσπάθεια για εξάλειψη της αστεγίας μέρι το 2030. Αλλά αυτό που οπωσδήποτε δεν πρόκειται να θιγεί (λείπουν άλλωστε οι απαιτούμενες αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες) είναι το συνταγματοποιημένο “φρένο χρέους”.
Το δίλημμα ανάμεσα στις αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές (εθνικές και πανευρωπαϊκές, όπως υπόσχεται με έμφαση το κυβερνητικό μανιφέστο) και την δημοσιονομική αυστηρότητα απαντάται με τεχνάσματα όπως η μεταφορά της ακίνητης περιουσίας λ.χ. των σιδηροδρόμων στην κτηματική εταιρεία του δημοσίου ως ενέχυρο για δικό της δανεισμό χωρίς περιορισμούς.
Πάντως το μανιφέστο της νέας κυβέρνησης επιμένει ότι
η δημοσιονομική “υπευθυνότητα” των κυβερνήσεων της ευρωζώνης αποτελεί προϋπόθεση για να συνεχίσει η (χαλαρή) νομισματική πολιτική να παίζει τον ρόλο της,
όταν οι προειδοποιήσεις της Φραγκφούρτης όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν αντιθέτως ότι τα δικά της εργαλεία έχουν λίγο πολύ εξαντληθεί και ήρθε η ώρα των δημοσιονομικών.
Οι εταίροι της Γερμανίας θα πρέπει να συγκρατήσουν κυρίως δύο διαβεβαιώσεις: ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης “απέδειξε την ευελιξία του”, άρα δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί, και ότι το Ταμείο Ανασυγκρότησης αποτελεί “προσωρινό εργαλείο”.
Ως προς τις προτεραιότητες, τέλος, της κυβέρνησης Σολτς για το μέλλον της Ε.Ε., περισσεύουν οι διακηρύξεις για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης (και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής) και ενίσχυση του Ευρωκοινοβουλίου, όμως στον βαθμό που τα περισσότερο φιλόδοξα σχέδια παραπέμπουν σε αλλαγή των κοινοτικών συνθηκών, περισσότερο ρεαλιστικό είναι το να συγκρατήσει κανείς την προθυμία του Βερολίνου για διακρατικές συμπράξεις μεταβλητής γεωμετρίας και για υποστήριξη της ενταξιακής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων.