Πόσο αποτελεσματική απέναντι στην τουρκική απειλή είναι η εθνική μας ισχύς
Κατ’ αρχάς θα επιχειρήσουμε να δώσουμε εικόνα της εθνικής ισχύος, όπως αυτή μάς αντεπιστρέφεται σαν πρόκληση για σπουδή. Την ισχύ θα μπορούσαμε να την νοήσουμε σαν μία πρακτική αυτοσυντηρήσεως μιας εθνικής οντότητος που υπερεντείνει τις δυνάμεις της για να διασφαλίσει την ύπαρξή της μέσω αυτοβοηθείας και αυτοεπιτάσεως, ώστε να ανταπεξέρχεται επιτυχώς οποιoνδήποτε υπαινισσομένων, εκτιμωμένων, βεβαιουμένων, ασυμμέτρων και εκδηλουμένων απειλών. Αυτές οι απειλές προέρχονται από κάποιον παράγοντα, που αναγνωρίζεται και συγκεκριμενοποιείται, ως ο εχθρός.
Εχθρός μπορεί να είναι η κάθε όμορος χώρα, η οποία υποκρύπτει ή διακηρύσσει προθέσεις διεκδικήσεων επί ημετέρων (φιλίων) κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δικαιωμάτων επί ελληνικού εθνικού χώρου, επί οικονομικών ζωνών, επί πλουτοπαραγωγικών πηγών καθώς και άλλων στόχων υψίστης στρατηγικής σημασίας.
Εχθρός μπορεί να είναι και μία χώρα εντός ενός πλαισίου της αυτής πολιτικο-οικονομικής ενώσεως ή στρατιωτικού συνασπισμού, η οποία έχει κάθε συμφέρον να αντιταχθεί προς την φιλία πλευρά ένεκα προσδοκoμένων γι’αυτήν ωφελημάτων (Τουρκία) Ωστόσο εχθρικά θα μπορούσαν να πολιτεύονται προς την Ελλάδα και εταίροι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, όταν συγκρούεται η ηθική των πολιτικών προσώπων με το κομματικό τους συμφέρον, βλ. Γερμανία, Βέλγιο κτλ – με τα επί μέρους κομματικά οφέλη από την ευνοϊκή, δια της ψήφου υποστήριξης εκ μέρους των εκατομμυρίων Τούρκων μεταναστών.
Εχθρός μπορεί να είναι ο αλλόδοξος κόσμος, ο λάθρα εισερχόμενος στην ελληνική χώρα και μάλιστα υπό μορφήν μη αφομοιουμένης μειονότητος. Διότι μεσοπροθέσμως και λόγω υπεργεννητικότητος θα επιβληθεί μία νέα γενεσιουργική ισχύς, απότοκος μιας αλλοτρίας συστάσεως κατακαλυπτικής πληθυσμιακής πλειονότητος με ό,τι αυτό συνεπάγεται (επιβολή Islam, Sariah κττ). Γενικά εχθρός μπορεί να είναι οτιδήποτε επωάζει ή γεννά παροδήγηση των αξιολογήσεων από πλευράς φιλίας διοικήσεως επί και περί όσων σχεδιάζουν αθέμιτον και ύπουλον ανταγωνισμόν σε πεδία γεωπολιτικής και γεωοικονομίας εις βάρος της χώρας. Ο πλέον επικίνδυνος εχθρός όμως, είναι η φιλία απρονοησία στον χειρισμό εθνικών θεμάτων, ένεκα προσωπικού ή κομματικού συμφέροντος.
Μία πρώτη απόφανσις εν προκειμένῳ είναι, ότι εχθρός μπορεί να είναι μία χώρα, ή ομάδες ειδικών (κυρίως οικονομικών) συμφερόντων ή πρόσωπα (ημεδαποί ή αλλοδαποί εν Ελλάδι) ενεργούντα κάτω από ιδεολογικόν μανδύα, εξυπηρετούντα ξένους σχεδιασμούς, κλπ. Πολλές φορές ο νους μας αλληγορεί τις κοινωνικές και πολιτικές “ιδέες” προσωποποιώντας τες και τις οποίες θεωρεί αρκούντως επικίνδυνες, διότι εάν οι ιδέες αυτές επικρατήσουν, τότε αυξάνεται το ενδεχόμενο να διαστρέψουν την κρατούσα κοσμοεικόνα, κατακρημνίζοντας την ταυτοτική σύσταση του έθνους.
Εδώ οι ιδεαλιστές ονειροπόλοι, οι αρνούμενοι να ιδούν την πραγματικότητα, βιώνουν αληγείς απογοητεύσεις για τις οποίες ωστόσο σπανίως κοπιάζουν να αναζητήσουν αιτίες. Συνεπώς, μία χώρα, που θέλει να ζήσει οφείλει να ορίσει εκείνους τους ανθρώπους που θεωρεί ότι ο ρόλος τους για την απρόσκοπτο συνέχιση του έθνους προσδιορίζεται από την ανθεκτικότητά τους στα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα των δυσχερειών και της ξένης αναλγησίας. Αυτοί οφείλουν να γνωρίζουν τι είναι εθνική ισχύς. Χωρίς συναισθηματισμούς…
Έλλειψη ηγετών
Στις ημέρες που ζούμε ουδαμού διαπιστώνουμε ύπαρξη θεοστάλτων προσωπικοτήτων. Αντιθέτως βεβαιούμεθα, ότι στην χώρα μας ευδοκιμεί η ηγεσιακή αλαζονεία, η άκομψη συμπεριφορά, ο χρηματισμός, οι προκαταλήψεις, η έλλειψις ιστορικής συνειδήσεως, η ανευθυνότητα ανικάνων διαχειριστών του κρατικού μηχανισμού, η καθολική έλλειψις ηθικών φραγμών, κτλ.
Οι εκ των Ελλήνων νουν έχοντες καταλαβαίνουν, ότι η δημοκρατία επιτρέπει στα μέλη της να ασκούν έλεγχο στην ίδια τους την μοίρα, με την παραδοχή, ότι ο έλεγχος είναι βαθιά ριζωμένος στον εχέφρονα δημοκρατικό πολίτη. Αυτό σημαίνει, ότι κατανοούν το διατί η εθνική ισχύς πρέπει να εξετάζεται με την δέουσα σοβαρότητα και με πολυδιάστατες προσεγγίσεις και όχι χωρίς εκείνη την πυξίδα, την κατηγορηματικά υπογραμμίζουσα τους τρόπους επιτελέσεως του εθνικού συμφέροντος. Οι ίδιοι Έλληνες καταλαβαίνουν, ότι υπολειπόμεθα μιας ευκταίας ευρώστου εθνικής ισχύος.
Αυτή η υστέρηση αποδεικνύεται περιτράνως από την αυθαδώς εκδηλουμένη προκλητικότητα και πρόθεση επιθετική, όπως το τουρκικό casus belli και τις ασύδοτες αξιώσεις, Αλβανίας και Σκοπίων… Ουδέποτε θα εξεδηλούτο επιθετική τακτική –ούτε καν ως πλαγία σκέψη – εκ μέρους των ανωτέρω, εάν γνώριζαν, ότι απέναντί τους υπάρχει μία ισχύς που θα κόστιζε στους αναιδείς την συνέχιση της κρατικής των υπάρξεως.
Και οι Έλληνες ερωτούν: Τί πρέπει να γνωρίζουν οι ηγέτες μας και τα πολυπληθή τους επιτελεία των για να θεραπευθεί αυτή η πτύχωσις στην ελληνική απαντοχή μέχρι να υπερβούμε τους ενδείκτες ικανότητος και επομένως αποδοχής μας από την διεθνή κοινότητα ως εθνική μονάδα υπολογισίμου ισχύος; Πώς πρέπει να ενεργήσουν απέναντι στους επιβουλευομένους τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα;
Η αντιμετώπιση της Τουρκίας
Πώς, αντιμετωπίζουν οι ηγέτες μας την φύση και διανόηση του Τούρκου, τού δρώντος εκτός πλαισίου διεθνών θεσμών και γραπτών νόμων; Και τούτο, διότι ο Τούρκος θεωρεί το φυσικόν δίκαιον σαν πολιτική παράμετρο, την οποία επιβάλλει σαν δικό του αιτιατόν. Ένα δικό του επινόημα που το συνταιριάζει με τα διεθνή δεδομένα που δέχονται τις παγκόσμιες διαχρονικές και αυθύπαρκτες αξίες, ως τις καθορίζουσες το τι είναι ορθόν και τι εσφαλμένον. Και στην προκειμένη περίπτωση ο Τούρκος είναι εκείνος που κρίνει το σωστό και το λάθος αφού ήδη θεωρεί τον εαυτόν του, ότι ενεργεί βάσει του δικού του δικαίου. Αυτού της υπεροχής. Θεωρεί, ότι η δική του φυσική δικαιοσύνη είναι συμβατή με τις ηθικές προκαταλήψεις, τις οποίες έχει αποκτήσει μέσω των αιώνων και των αγώνων του για την ανάδειξή του σαν ο θεμελιώδης παράγων επιβολής της δυνάμεώς του.
Το να επιχειρηματολογούν οι Έλληνες σύμβουλοι των ηγετών, ότι σε τελική ανάλυση, ο σεβασμός του φυσικού δικαίου εναπόκειται στην ανθρώπινη συνείδηση και στην χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, αυτή η τοποθέτηση ανάγεται στις αρχέτυπες θέσεις των φιλοσόφων, τις παραβολές των λογοτεχνών και στην καλλωπισμένη και δαφνοφόρο ιστορία. Ωστόσο οι Έλληνες επιμένουν να μην κατανοούν τον Τούρκο, ο οποίος από την πλευρά του επιμένει, ότι το φυσικόν δίκαιον δεν επικαλείται καμία νομική χρησιμότητα αλλά επιβεβαιώνει την ωμή πραγματικότητα. Την δική του αλήθεια…
Το εάν εμείς νομίζουμε, ότι το φυσικό δίκαιο δεν θα μας υπαγορεύσει ή εξαναγκάσει να αναγνωρίσουμε την Τουρκία σαν ισχυροτέρα δύναμη και – ως εκ τούτου – ωσάν “φύλακες έχοντες γνώσιν”, να αρχίσουμε να εξοπλιζόμεθα, πλανώμεθα πλάνην οικτράν. Και το χείριστο είναι, να προβαίνουμε σε επικλήσεις διεθνών οργανισμών για να ελεηθούμε και με παράλληλη επιδίωξη να κερδίσουμε χρόνο, μέχρι να υπερέξουμε σε σχετική μαχητική ισχύ. Το μόνο που εξασφαλίζουμε με αυτή μας την πρακτική είναι η περεταίρω εξερέθιση ενός αντιπάλου, ο οποίος, ως ισχυρότερος ανυπομονεί και μετά μία “εύλογο” αφορμή με νομιμοφανή δικαιολογία, να περατώσει τους σχεδιασμούς του.
Αυτή η πλημμελής αντιμετώπιση του ζητήματος της ενδυναμώσεως της εθνικής μας ισχύος μπορεί και να οφείλεται σε ένα απατηλό αίσθημα ασφαλείας με το να πιστεύει η ηγεσία μας, ότι η υπαγωγή μας στην “σωστή πλευρά της ιστορίας” (ΕΕ/ΝΑΤΟ), θα μας αποφέρει αισία έκβαση στα όσα προβλήματα αναφύονται στον γεωγραφικόν μας περίγυρο. Από την πλευρά της η σωστή πλευρά της ιστορίας δημοσίως δηλώνει την “αμέριστη” εκτίμησή της προς ημάς και μάλιστα μας κατατάσσει στους “χρησίμους στρατηγικούς εταίρους”, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι εμείς προθύμως εξυπηρετούμε τις δικές της γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές επιλογές, εις βάρος των δικών μας.
Όμως, τι έπραξε η σωστή πλευρά της ιστορίας απέναντι στην ελληνοτουρκική διένεξη; Μας συνέστησε «…να τα βρείτε μεταξύ σας». Ποία η θέση της σωστής πλευράς της ιστορίας έναντι της λαθροεισβολής ανθρωπομαζών εχθρικά διακειμένων απέναντι στον μισητό δυτικό κόσμο; Μας είπε, ότι θα παραμείνουν στην πρώτη χώρα εισόδου τους. Έτσι έχει αποφασισθεί από τους φίλους μας στα Δουβλίνα. Πρόσφατο παράδειγμα: Το ΝΑΤΟ ζήτησε από την Ελλάδα να υποστηρίξει την Ουκρανία με κύριο αμυντικό υλικό, ενώ γνωρίζει, ότι το υλικό αυτό αναγκαιοί στην Ελλάδα. Συνεπώς η εθνική μας ισχύς αποδυναμούται στην υφισταμένη κατάσταση ουσιαστικής κρίσεως, παρά τούς ελληνοτουρκικούς εναγκαλισμούς, δηλαδή τις λυκοφιλίες προ εκτιμωμένων αιφνιδιασμών. Επομένως το σίγουρο για τους έχοντες αντιληπτικές ικανότητες είναι η αυτοβοήθεια. Τι λοιπόν απομένει εν προκειμένω;
Εθνική ισχύς και δικαιοσύνη
Και κάτι ακόμη. Ας μην αρκούνται οι σημερινοί μας άρχοντες στις διαβεβαιώσεις των ξένων, οι οποίες συγκατατάσσονται στην τέχνη της ρητορικής με τους βαρύγδουπους τόνους της στην – κατά τεκμήριον – άπειρη αισθησιοκρατική μας ψυχολογία. Ας μας βοηθήσει η σκέψη του Machiavelli, που θέλει εκείνον τον ρεαλισμό των ηγετών, που προάγει το δόγμα το προβλέπον σαν αυτοσκοπό του υπευθύνου ηγέτου την πρακτική τέχνη της αποκτήσεως και διατηρήσεως της κρατικής (για εμάς εθνικής) ισχύος. Ας μη βασιζόμεθα τόσο σε υπερεθνικές οπτιμιστικές δοξασίες.
Ας κατανοηθεί καλώς, ότι η ισχύς ενός διεκδικούντος ημέτερα περιουσιακά στοιχεία έχει σαν συνέπεια και ένα επί πλέον αξιοθρήνητο τίμημα, όπως είναι η απώλεια ελληνικών ψυχών. Ας γίνει κτήμα μας η βεβαιότης, ότι η ισχύς του συγκεκριμένου εχθρού δεν λογοδοτεί ούτε υποτάσσεται σε οιαδήποτε δικαιοσύνη. Είναι γνωστόν, εξ άλλου, ότι μεταξύ αντιπαρατιθεμένων, η ισχύς είναι προγενεστέρα της δικαιοσύνης. Αυτό κατατίθεται σαν μάθημα ρεαλισμού στους όσους επιμόνους θεωρητικούς και σε κάποιους δονκιχώτες.
Ο Τούρκος μέσα στην γεωπολιτική ζώνη της Rimland οργανώνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να προβιβάζει τα όπλα στην υψίστη βαθμίδα της εθνικής του εγνοίας, τα οποία όπλα θεωρεί σημαντικότερα από το βούτυρο των εκθηλυμένων κοινωνιών, την δε ασφάλειά του την κρίνει σημαντικότερη από την κατ’ επίφασιν ελευθερία του δυτικού κόσμου. Όσο για την εσωτερική του πολιτική την βλέπει σαν ολιγότερον ακροσφαλή και ευπρόσβλητον από ό,τι την εξωτερική.
Απέναντι στα τουρκικά, τα αλβανικά, τα σκοπιανά και τα λοιπά πεπραγμένα του οριεντάλ κόσμου και αυτού του της εσπερίας, εμείς μάλλον περί άλλων τυρβάζουμε. Και το πλέον επικίνδυνον είναι, ότι δεν αισθανόμεθα κάποια δέσμευση για το μέλλον των Ελλήνων που θα μας διαδεχθούν. Οι “σύμβουλοι” εθνικής ασφαλείας μας δίνουν την εντύπωση, ότι νομίζουν, ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα θα αποτρέψουν κάθε επίβουλον εχθρό.
Όμως όλοι γνωρίζουμε ότι οι εξοπλισμοί χρησιμεύουν για να καταστρέψουν στρατηγικούς στόχους και να σκοτώνουν αμάχους στο πλαίσιο των παραπλεύρων απωλειών. Τότε ποίος είναι ο νικητής; Η κοινή λογική και η ιστορία μας διδάσκουν, ότι νικητής είναι εκείνος που εισβάλλει στο ξένο έδαφος, δηλαδή σε Αιγαιακές νήσους, στην Θράκη, στην Μακεδονία, στην Ήπειρο… Είναι αυτός που αγνοεί τις όσες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Κύπρος ’74). Νικητής είναι εκείνος, ο οποίος έχει σαν εθνικό του οδηγό το εθνικόν φρόνημα.
Άραγε έχουμε διερωτηθεί εμείς οι όσοι θεωρούμε εαυτόν πατριώτη, εάν εμείς οι κάτοικοι αυτής της “ελληνικής” χερσονήσου, οι αναμεμειγμένοι με χειμαρρωδώς εισερχόμενες άνευ προσκλήσεως αλλόδοξες ανθρωπο-ορδές, είμαστε σε θέσιν να κατανοήσουμε την υψίστη αυτή έννοια του εθνικού φρονήματος; Κατανοούμε την επιτακτική, την αναπόφευκτο υποχρέωση όλων ημών των Ελλήνων να συνδράμουμε για την σωτηρία τής πάλαι ποτέ ενδόξου και νυν ασθενούσης πατρίδος;