Ουμπέρτο Έκο – Μια γενιά από άλιεν
Πιστεύω ότι ο Μισέλ Σερ είναι ο οξύτερος φιλοσοφικός νους που υπάρχει σήμερα στη Γαλλία και όπως κάθε καλός φιλόσοφος ξέρει να σκύβει πάνω απ’ την πραγματικότητα και να την αναλογίζεται. Χρησιμοποιώ ξεδιάντροπα (εκτός από μερικά δικά μου προσωπικά σχόλια) ένα υπέροχο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 6-7 Μαρτίου του περασμένου χρόνου, υπενθυμίζοντάς μας πράγματα που για τους νεότερους από τους αναγνώστες μου αφορούν τα παιδιά τους ενώ για μας τους γέρους τα εγγόνια μας.
Για ν’ αρχίσουμε, αυτά τα παιδιά ή εγγόνια δεν έχουν δει ποτέ ένα γουρούνι, μία αγελάδα, μια κότα (υπενθυμίζω ότι ήδη πριν από τριάντα χρόνια, μια έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι η πλειονότητα των παιδιών της Νέας Υόρκης πίστευε ότι το γάλα που έβλεπαν συσκευασμένο στα σούπερ μάρκετ ήταν ένα τεχνητό, προϊόν όπως η κόκα κόλα). Τα νέα ανθρώπινα όντα δεν είναι πια μαθημένα να ζουν στη φύση και ξέρουν μόνο τις πόλεις (θα υπενθυμίσω ότι ακόμα κι όταν πάνε διακοπές, ζουν συνήθως σ αυτό που ο Οζέ ορίζει ως «μη τόπους», κι έτσι το χωριό των διακοπών είναι ολόιδιο με το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης και όπως και να ’χει, παρουσιάζει μια φύση ειδυλλιακή και ψιμυθιωμένη, εντελώς τεχνητή). Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπολογικές επαναστάσεις μετά τον νεολιθικό άνθρωπο. Αυτά τα παιδιά ζουν σ’ έναν κόσμο με υπερπληθυσμό, το όριο της ζωής τους είναι πια κοντά στα ογδόντα χρόνια και εξαιτίας της μακροβιότητας των γονιών και των παππούδων, αν έχουν ελπίδα να κληρονομήσουν κάτι, δε θα είναι πια στα τριάντα τους, αλλά στο κατώφλι των γηρατειών τους.
Τα παιδιά της Ευρώπης εδώ και περισσότερο από εξήντα χρόνια δε γνώρισαν πολέμους, έχοντας τα οφέλη μιας προηγμένης ιατρικής δεν υπέφεραν όσο οι πρόγονοί τους, έχουν γονείς μεγαλύτερους από τους δικούς μας (και σε μεγάλο ποσοστά διαζευγμένους), σπουδάζουν σε σχολεία όπου ζουν πλάι πλάι με παιδιά άλλου χρώματος, άλλης θρησκείας και εθίμων (και αναρωτιέται ο Σερ για πόσο καιρό ακόμα θα μπορούν να τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα που αναφέρεται στο «ακάθαρτο αίμα των ξένων;) Ποια λογοτεχνικά έργα θα μπορούν ακόμα να απολαμβάνουν, αφού δε γνώρισαν την αγροτική ζωή, τον τρύγο τις εισβολές, τα μνημεία των πεσόντων, τις σημαίες που σκιζόταν από τις εχθρικές σφαίρες, την επιτακτική ανάγκη ενός ηθικού διδάγματος.
Δημιουργήθηκαν μέσα φτιαγμένα από ενήλικες που μείωσαν στα επτά δευτερόλεπτα τη μονιμότητα μιας εικόνας και στα δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον χρόνο απάντησης σε μια ερώτηση, κι όπου ωστόσο βλέπουν πράγματα που δεν συναντούν πια στην καθημερινή τους ζωή, ματωμένα πτώματα, καταρρεύσεις, καταστροφές: «Σε ηλικία δώδεκα ετών, οι ενήλικες τα έχουν αναγκάσει, ήδη να δουν είκοσι χιλιάδες δολοφόνους». Εκπαιδεύονται από τη διαφήμιση που βρίθει συντμήσεων και ξένων λέξεων, οι οποίες τα κάνουν να χάνουν την αίσθηση της μητρικής γλώσσας δεν έχουν πια αίσθηση του δεκαδικού μετρικού συστήματος γιατί τους υπόσχονται βραβεία ανάλογα με τα μίλια, το σχολείο δεν έχει πια θέση στη μάθηση και, συνηθισμένα πια στα κομπιούτερ, αυτά τα παιδιά ζουν μεγάλο μέρος της ζωής τους εικονικά. Το να γράφουν μόνο με τον δείκτη αντί για ολόκληρο , το χέρι «δεν ερεθίζει πια τους ίδιους νευρώνες ή τις ίδιες περιοχές του φλοιού» (και εντέλει είναι ολοκληρωτικά multitasking).
Εμείς ζούσαμε σε έναν αισθητό μετρικό χώρο, ενώ αυτά ζουν σ’ έναν εξωπραγματικό χώρο όπου το μακριά και το κοντά δεν έχουν πια καμία διαφορά. Δε θα σταθώ στις σκέψεις που κάνει ο Σερ σχετικά με την πιθανότητα διαχείρισης των νέων αναγκών της εκπαίδευσης. Η πανοραμική ματιά του μας μιλάει, εν πάση περιπτώσει, για μια περίοδο αντίστοιχη -εξαιτίας μιας ολικής ανατροπής- με εκείνη της επινόησης της γραφής και, αιώνες αργότερα, της τυπογραφίας. Μόνο που οι νέες σημερινές τεχνικές αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα και «ταυτόχρονα μεταμορφώνεται το σώμα, αλλάζουν η γέννηση και ο θάνατος, η αρρώστια και η θεραπεία, τα επαγγέλματα, ο χώρος, το φυσικό περιβάλλον, το να ζεις στον κόσμο».
Γιατί δεν ήμασταν έτοιμοι για μια τέτοια μεταμόρφωση; Ο Σερ καταλήγει ότι ίσως να ευθύνονται και οι φιλόσοφοι. οι οποίοι λόγω της δουλειάς τους θα έπρεπε να προβλέψουν τις αλλαγές των γνώσεων και των πρακτικών, αλλά δεν το έκαναν γιατί «απορροφημένοι στην πολιτική της κάθε μέρας, δε διέκριναν τη σύγχρονη εποχή να έρχεται». Δεν ξέρω αν ο Σερ έχει απόλυτο δίκιο, αλλά κάποιο δίκιο το έχει.
Ουμπέρτο Έκο – «Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας»