Η Σχεδία
Γιώργος Χρηστάκης
Να γράφεις για τούτο που καίγεται εντός σου, ακριβώς εκείνη τη μοναδική στιγμή που καίγεται.
Η Παναγιά των γιασεμιών σε περιμένει να κατέβεις τα σκαλιά του Αχέροντα, να κατεβείς στην τρέλα την αληθινή και να μοιράσεις σε αμαρτωλούς και αναμάρτητους, δίκαιους και άδικους τον ίδιο άρτο.
Παίζουνε ζάρια στα μεγάλα σφαγεία πριν το χάραμα, την ώρα που ξεπλένουν το αίμα της μέρας, και περιμένουν καρτερικά το αίμα της επόμενης.
Την τελευταία φορά που φάνηκες στον κόσμο, ακουμπούσες σ’ έναν τοίχο, μ’ ένα σακκάκι στον ώμο κι ένα τσιγάρο να κρέμεται απ’ το στόμα, σε κάτι μυστήρια αντιφεγγίσματα, εκεί που το αχνόφωτο του φεγγαριού σχηματίζει τις πιο απόκοσμες, τις πιο βασανιστικές γωνίες και σχήματα.
Μετά χάθηκες.
Τους είχα πει θα σε ξανάβρισκα, γιατί ήξερα το δρόμο του φεγγαριού.
Τόσος ουρανός….. μα αυτό πατούσε πάντα το ίδιο μονοπάτι.
Έμοιαζε με τα χαμόγελα τις Κυριακές, που τα πουλούσε όσο όσο στα παζάρια .
Μια μολυβιά, μια γκρίζα παρένθεση και κάτι γραμμές, που χύνονταν και πηδούσαν απ’ το τραπέζι, κι αυτός ο βλάκας, τις νόμιζε άκαμπτες, νεκρές.
Θα σ’ αναγνώριζα απ’ την επίμονη μυρωδιά της ήττας που σ’ ακολουθούσε, κι από τους φόβους που είχες σπείρει στους κυκλικούς περιπάτους σου.
Το μαχαίρι ήταν πάντα περασμένο στη ζώνη του, σε μια συμβίωση ανάγκης, σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή.
Όλα ήταν έτοιμα για τη σπουδαία μάχη.
Η λευκή Χιονάτη προκαλούσε το τέρας, πέρα στο βάθος, σε μια συνάντηση ερωτική, εκεί που διασταυρώνονταν τα ξίφη των μονομάχων.
Σε μια σχεδία που επέπλεε στην ερημιά του νερού, κι αφουγκραζόταν τα μυστικά που ψιθύριζαν τα βάθη στους αιώνες.
Γιώργος Χρηστάκης