Η νύχτα των γλάρων
Ο Ντάνιελ είχε ακουμπήσει τον αγκώνα του και την κοιτούσε, σαν χλωμός κι ελαφρύς ίσκιος, έτσι που κοιμόταν. Παρατηρούσε τα ανακατεμένα μαλλιά της, τα μισάνοιχτα χείλη της, κι άκουγε τη βαθιά αναπνοή της.
Ένας άντρας που είχε παίξει ένα μικρό, ασήμαντο ρόλο στη ζωή της είχε πεθάνει για εκείνη.
Τώρα κοιτούσε το πρόσωπό της ψηλάφιζε τα μαλλιά της όλο περιέργεια σαν να μην τα είχε δει ποτέ.
Τη φαντάστηκε όπως όταν ήταν στις πρώτες της ομορφιές, και μελαγχόλησε. Ένιωσε ξαφνικά μια τρομερή συμπονετική διάθεση γεμάτη τρυφερότητα.
Έπειτα γύρισε το βλέμμα προς τη βαριά πολυθρόνα που είχε πετάξει το μεταξένιο νυχτικό της. Πιο δίπλα έχασκαν άδειες δυο μπότες. Η μια δεν είχε αντέξει και είχε γύρει στο πάτωμα.
Δεν κατανοούσε τι μπορεί να είχε προκαλέσει την προηγούμενη ταραχή της, που την οδήγησε σ’ αυτόν τον πολύωρο ύπνο.
Ίσως η Καημένη η θεία Τζένη, που ήθελε να γίνει ίσκιος δίπλα στον κήπο με τις φασκομηλιές…. Ή μπορεί να έφταιγε η νευρικότητα του αλόγου του Πάτρικ εκείνο το απόγευμα.
Ο αέρας του δωματίου ήταν παγωμένος, κι Ντάνιελ ανασήκωσε προσεκτικά, αέρινα τα αρωματισμένα σεντόνια και ξάπλωσε δίπλα της.
Καλύτερα να σε περάσει ο βαρκάρης απέναντι σε μια τέτοια στιγμή πάθους, παρά να τον περιμένεις και να μαραίνεσαι θλιβερά με τα χρόνια.
Τα μάτια του Ντάνιελ γέμισαν δάκρυα, κι ακούγονταν σαν τη βροχή που έσταζε κάτω απ’ τα δέντρα, έτσι καθώς πλημμύριζαν το ξύλινο πάτωμα.
Πρωτόγνωρο συναίσθημα …
Σιγά και ήσυχα γίνονταν όλα σκιές… Κάποιοι ελαφρότατοι κτύποι στο παράθυρο έστρεψαν την προσοχή του προς τα εκεί. Ο αέρας ήταν…
Γλάροι φτερούγιζαν νωχελικά πάνω απ’ το κεφάλι τους… σα να πετούσαν πάνω απ’ το σκοτεινά κι ατίθασα κύματα της Σήγας.
Ήταν πια καιρός ν’ αρχίσει το ταξίδι προς τη Δύση..
Γιώργος Χρηστάκης