Η ανάκαμψη ξεκινά από την οικογένεια
Γράφει η Βάσω Κόλλια
Όλοι έχουμε συνηθίσει να σκεπτόμαστε την οικογένεια ως πηγή ασφάλειας. Είναι το πρώτο «σχολείο» των παιδιών μας, το καταφύγιο από μια δύσκολη καθημερινότητα. Η επόμενη, στη σειρά, βεβαιότητα που έχουμε πέρα από την οικογένειά μας είναι το κράτος, θεματοφύλακας της κοινής μας γλώσσας, της ιστορικής μας συνείδησης, της θρησκείας μας, των αξιών που κάνουν την κοινωνία μας ανθρώπινη. Και δεν είναι καθόλου περίεργο ότι μιλάμε για την εθνική μας κοινότητα όπως μιλάμε για την οικογένειά μας: έχουμε μια μητέρα πατρίδα, αλλά και πατέρες του έθνους. Είμαστε παιδιά της Ελλάδας, με κοινή πολιτιστική κληρονομιά.
Ένας λόγος που βιώνουμε τραυματικά τα αποτελέσματα της δεκαετούς κρίσης που περάσαμε είναι ότι έχουν πληγεί βασικές βεβαιότητες. Κάθε γονέας στην ελληνική κοινωνία πασχίζει με τα διαθέσιμα εισοδήματα της οικογένειας να «τα φέρει βόλτα», να παράσχει στα παιδιά του ό,τι περισσότερο μπορεί: ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, στέγη, με άλλα λόγια ό,τι είχε μάθει η μέση ελληνική οικογένεια να θεωρεί αυτονόητο.
Όμως η κρίση αυτή έθεσε μια σειρά από νέες δοκιμασίες στους εργαζόμενους γονείς. Η κρατική στήριξη, ο δημόσιος παιδικός σταθμός, το ολοήμερο σχολείο, ο εκσυγχρονισμός του θεσμού της γονικής άδειας, δεν επαρκούν για να δώσουν διέξοδο στον εργαζόμενο γονέα. Η ίδια η γονική ιδιότητα συχνά δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, όσο η έννοια της καριέρας μεταλλάσσεται, απαιτώντας δια βίου μάθηση, ευελιξία και διαρκή προσαρμογή στην αλλαγή, όσο περισσότεροι υποψήφιοι συναγωνίζονται για λιγότερες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονα, το οικογενειακό περιβάλλον έχει χάσει τη δυνατότητα να «απορροφά» τους κραδασμούς, να αντέχει στις αντιξοότητες και στα απρόβλεπτα. Έχει χάσει το πολύτιμο στήριγμα του παππού και της γιαγιάς, καθώς η αστυφιλία, η επιμήκυνση του εργασιακού βίου, αλλά και τα ήθη της πυρηνικής οικογένειας έχουν κυριαρχήσει στην ελληνική κοινωνία. Αφήνοντας στο περιθώριο την τρίτη ηλικία, θέτουμε εκτός της οικογενειακής ζωής μια σημαντική πηγή ασφάλειας και σταθερότητας. Χάνουμε τον κρίκο που μας συνδέει με το «χθες» αλλά και μια ανεκτίμητη πηγή γνώσης, οικογενειακής και προσωπικής συνοχής. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά σπιτικά σε δύσκολες στιγμές επιβίωσαν –και επιβιώνουν ακόμη- με την οικονομική στήριξη από τη σύνταξη του παππού και της γιαγιάς.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι με το πέρασμα των χρόνων η ελληνική οικογένεια έχει συρρικνωθεί αριθμητικά στο ελάχιστο δυνατόν. Οι τρίτεκνες οικογένειες αναγνωρίστηκαν ως «πολύτεκνες», γεγονός δόκιμο εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ήδη από τη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα είχε έναν από τους χαμηλότερους δείκτες δημογραφικής αναπλήρωσης στην Ευρώπη. Στην χώρα μας οι γεννήσεις παιδιών μειώνονται χρόνο με τον χρόνο.
Αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου μιας άλλης κρίσης, που μας δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία έχει χάσει την πίστη της στον πλέον βασικό θεσμό, την οικογένεια, παρά το ότι αναδείχθηκε σε πυρήνα εθνικής επιβίωσης τις δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης.
Τον θεσμό της Οικογένειας δεν πρέπει να τον θεωρούμε δεδομένο. Πρέπει να τον φροντίσουμε, για να παραμείνει ζωντανός. Για να παράγει ανθρώπους με αξίες και αρχές. Γιατί για να μπορέσει κανείς να σχεδιάσει ξανά το μέλλον, για να δώσει περιεχόμενο και όραμα στην προσπάθεια για ανάπτυξη, χρειάζεται να επιστρέψει στις πιο βαθιές και βασικές βεβαιότητες. Ανακαλύπτοντας και πάλι τη δύναμη της οικογένειας και της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, ως κοινωνία, θα κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την έξοδο από τις πολλαπλές κρίσεις που ταλαιπωρούν την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία.
Η δημιουργία οικογένειας, η ανατροφή, η φροντίδα και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών αποτελεί θέμα και ευθύνη όλων μας! Αφορά την πολιτεία, τους θεσμούς κοινωνικοποίησης και φροντίδας, τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες.
Αν ενέχει κόστος, αυτό είναι ένα κόστος που πρέπει όλοι μας να αναλάβουμε. H επένδυση στη φροντίδα και στην ανατροφή των παιδιών μας είναι μια επένδυση υψηλής απόδοσης. Γιατί πρόκειται για την ίδια την επιβίωση και την ευημερία της κοινωνίας μας. Για την επιβίωση του έθνους μας!
Αναγνωρίζοντας την αξία της οικογένειας αλλά και τους κινδύνους που σήμερα διατρέχει, η διεθνής κοινότητα μέσω των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε το 1993 να καθιερώσει την 15η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα της Οικογένειας προκειμένου να μας θυμίζει τη σπουδαιότητα της ως βασικό κύτταρο της κοινωνίας. Ιδιαίτερα οι δυο τελευταίες επέτειοι της διεθνούς ημέρας έρχονται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία, λόγω της πανδημίας του COVID-19. Οι οικογένειες είναι αυτές που έφεραν και συνεχίζουν να φέρουν το βάρος της υγειονομικής κρίσης, προστατεύοντας τα μέλη τους, φροντίζοντας τα εκτός σχολείου παιδιά και, ταυτόχρονα, συνεχίζοντας την εργασία τους.